Τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου του 1936, ήρθε το τέλος για τον κορυφαίο ποιητή, ζωγράφο, δραματουργό και θεατρικό σκηνοθέτη, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτελέστηκε στο Βίθναρ της Ισπανίας από παραστρατιωτικούς οπαδούς του Φράνκο που έθαψαν τη σορό του, μαζί με άλλα τρία άτομα που εκτέλεσαν εκείνη την αυγή σε ομαδικό τάφο.
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα |
Ο Φεντερίκο ντελ Σαγράδο Κοραθόν ντε Χεσούς Γκαρθία Λόρκα γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1899, στο χωριό Φουέντε Βακιέρος, κοντά στη Γρανάδα. Ο Λόρκα διατήρησε πάντα ζωντανό στην ποίησή του το χρώμα της Ανδαλουσίας. Αυτή η περιοχή της Ισπανίας διαφέρει από την υπόλοιπη χώρα για το κλίμα και την εύφορη γη της, γι’ αυτό και προτιμήθηκε από τους διάφορους κατακτητές (από τους Ρωμαίους ως τους Άραβες). Η Γρανάδα είναι μια πόλη εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς: «Διαβάτη, εσύ δεν ξέρεις πόσο τραγικό είναι να ’σαι τυφλός στη Γρανάδα», λένε οι στίχοι κάποιου τυφλού ζητιάνου – ριμναδόρου που τους απάγγελνε στους περαστικούς, ζητώντας να τον ελεήσουν…
Στη λαϊκή παράδοση της Ανδαλουσίας έχει τις ρίζες του το θέατρό του, αλλά ο Λόρκα είναι πάνω απ’ όλα τραγουδιστής. Οι βιογράφοι του λένε πως, πριν τυπώσει τις συλλογές του, απάγγελνε τα ποιήματά του σαν ένα είδος αυτοσχεδιασμού, όπως οι ριμναδόροι των μεσαιωνικών χρόνων που τραγουδούσαν τα ανδραγαθήματα του θρυλικού Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιλάρ (του αποκαλούμενου Ελ Σιντ, δηλαδή ο Κύριος).
Είναι μια πραγματικά τραγική σύμπτωση πως το τελευταίο βιβλίο του που είδε τυπωμένο ο Λόρκα ήταν ο «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας». Ο φίλος του (όπως και των άλλων ποιητών της παρέας) Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας* σκοτώθηκε σε μια ταυρομαχία στο Μανθανάρες. Η βαθιά οδύνη για το χαμό του ενέπνευσε στον Λόρκα ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που μας άφησε.
* Ο Σάντσεθ Μεχίας είχε αποσυρθεί από τις ταυρομαχίες το 1927 για να αφοσιωθεί στη συγγραφή θεατρικών έργων. Γι’ αυτό, η απόφασή του να επιστρέψει στην αρένα στα 43 του χρόνια αναστάτωσε τους φίλους του. Ήταν λάτρης της ποίησης και βαθύς γνώστης του Cante Jondo, του λαϊκού τραγουδιού της Ανδαλουσίας. Ο ταύρος τον χτύπησε στις 11 Αυγούστου του 1934 και πέθανε από γάγγραινα δύο μέρες μετά. «Είναι σα να πέθανα εγώ, είναι σα να προετοιμάζομαι για τον ίδιο το θάνατό μου…» (Φ. Γκ. Λόρκα)
Κανείς δε σε γνωρίζει. Όχι. Αλλά εγώ σε τραγουδώ.
Τη χάρη σου και τη μορφή σου τραγουδώ γι’ αυτούς που θα ’ρθουν.
Τον πόθο σου για θάνατο και τη γεύση του στόματός του.
Τη θλίψη που συνύπαρχε με τη γενναία χαρά σου.
19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936 - ΤΟ ΤΕΛΕΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ ΕΝΟΣ ΤΣΙΓΓΑΝΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ
Δύο μήνες πριν (στις 19 Ιουνίου), στο σπίτι της μεγάλης πρωταγωνίστριας Μαργαρίτας Ξίργκου, βρίσκονται κάμποσοι συγγραφείς, ηθοποιοί, καλλιτέχνες. Όλοι ακούνε το Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τελειώνει την ανάγνωση του τελευταίου του έργου, που δεν αξιώθηκε να το δει να παίζεται. Ήταν «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Ακούνε για τελευταία φορά τη θαμπή, γεμάτη γοητεία φωνή του ποιητή (που, δυστυχώς, ποτέ δεν ηχογραφήθηκε), να προφέρει τα τελευταία λόγια: «… Και δε θέλω κλάματα. Το θάνατο πρέπει να τον αντικρίζουμε κατά πρόσωπο. Σιωπή. Είπα, σιωπή. Πάψτε. Θα βυθιστούμε όλες σε θάλασσα πένθους…»
Romancero Jitano |
Όλοι όσοι βρίσκονταν στο σπίτι της Μαργαρίτας εκείνο το βράδυ συγχαίρουν συγκινημένοι το Φεδερίκο και η μεγάλη ηθοποιός της Ισπανικής σκηνής είπε το σχέδιό της: θα φύγουν. Πρέπει. Ο πόλεμος δε θ’ αφήσει τόπο για το θέατρο. Στη Νότια Αμερική, στο Μπουένος Άιρες, θ’ αρχίσει τις παραστάσεις με το καινούργιο έργο του Λόρκα. Τον καλεί να πάει μαζί τους για να είναι στην πρεμιέρα. Εκείνος δε δέχτηκε να τους ακολουθήσει. Έμεινε για ν’ αντικρίσει «κατά πρόσωπο» το θάνατο στη Γρανάδα, σαν τον Αντονίτο Ερέδια: «Φωνές θανάτου αντηχούσαν δίπλα στο Γουαδαλκιβίρ… » («Ο θάνατος του Αντονίτο Ελ Καμπόριο», από τη συλλογή ποιημάτων «Ρομανθέρο Χιτάνο»)…
Η Πηγή των Δακρύων
Τον Ιούλιο του 1936 τα σύννεφα στον ισπανικό ουρανό έγιναν πυκνότερα. Το χάσμα ανάμεσα στις εθνικιστικές δυνάμεις και στις δυνάμεις του «λαϊκού μετώπου» που είχε εκλεγεί στις αρχές του χρόνου πλάταινε και βάθαινε. Η Ισπανική Φάλαγγα, η οργάνωση που είχε ιδρύσει ο Πρίμο ντε Ριβέρα κατά το πρότυπο των φασιστικών ταγμάτων του Μουσολίνι και που βρισκόταν κάτω από τις διαταγές του Φράνκο τρομοκρατούσε τη χώρα και ήταν παντοδύναμη.
Ο Λόρκα εκείνο τον καιρό βρισκόταν στη Μαδρίτη κι ετοιμαζόταν να κατέβει στη Γρανάδα, όπως κάθε χρόνο, για να δει τους δικούς του. Οι φίλοι του, γνωρίζοντας πόσο επικίνδυνη ήταν πλέον αυτή η πόλη, όπου βασίλευε ο φανατισμός και η τρομοκρατία, τον συμβούλεψαν –τον πίεσαν μάλιστα– να μην κάνει το ταξίδι και να μείνει στην πρωτεύουσα. Εκείνος δεν τους άκουσε. Παρά το γεγονός ότι η προτίμησή του έκλινε προς τη Δημοκρατία και ήταν γνωστό το πάθος του για την ελευθερία, δεν είχε ποτέ πάρει ενεργό μέρος στην πολιτική και ίσως νόμιζε ότι δεν κινδυνεύει. Αυτό το λάθος, το πιο μοιραίο της ζωής του, σηματοδότησε τον πρόωρο και τραγικό θάνατό του…
Federico Garcia Lorca: «Εγώ ποτέ δεν θα γίνω πολιτικός. Είμαι επαναστάτης, γιατί δεν υπάρχει αληθινός ποιητής που να μην είναι επαναστάτης»
Οι φαλαγγίτες που συνέλαβαν τον ποιητή φρόντισαν να τον απομακρύνουν αμέσως από τη Γρανάδα για να μην μπορέσει να τον βοηθήσει κανείς. Τον τράβηξαν σε μια ερημιά κοντά στο χωριό Βιθνάρ και τον έκλεισαν σ’ έναν παλιό νερόμυλο που σήμερα δεν υπάρχει πια και τότε τον είχαν μετατρέψει σε κρατητήριο. Εκεί, αφού τον κράτησαν δυο-τρεις μέρες μαζί με άλλους προγραμμένους που τους έπαιρναν και τους εκτελούσαν κατά ομάδες, ήρθε κάποια ώρα και η δική του σειρά. Στις 19 Αυγούστου, πριν η μέρα χαράξει, τον πήραν μαζί μ’ έναν κουτσό δάσκαλο και το ανήλικο παιδί του. Σε μικρή απόσταση από το νερόμυλο τους πυροβόλησαν και τους τρεις πισώπλατα και τους σώριασαν νεκρούς στη μέση του δρόμου. Όπως είπαν αργότερα οι φονιάδες, φλυαρώντας μεθυσμένοι σε μια ταβέρνα της Γρανάδας, δεν προχώρησαν ως το καθορισμένο σημείο γιατί είχαν κουραστεί από τις πολλές εκτελέσεις εκείνη την ημέρα και δεν άντεχαν να περπατήσουν περισσότερο. Το έγκλημα έγινε κάπου διακόσια μέτρα μακριά από μια παράξενη πηγή (τουριστικό αξιοθέατο σήμερα) που οι Ισπανοί τη λένε Φουέντε Γκράντε (Μεγάλη Πηγή) ενώ οι Άραβες, στον καιρό τους, την έλεγαν Αϊναδαμάρ, δηλαδή Πηγή των Δακρύων…
Η Ρομάντσα της Ισπανικής Χωροφυλακής
Μερικοί από τους μελετητές του έργου του Λόρκα εξέφρασαν την εικασία πως η εκτέλεσή του έγινε σαν ένα είδος εκδίκησης για τη Ρομάντσα που «αφιέρωσε» στην Ισπανική Χωροφυλακή, διακωμωδώντας τη, στον «Τσιγγάνο Τραγουδιστή» («RomanceroJitano»). Όποιο και αν είναι το ποσοστό αλήθειας που περιέχεται σε αυτή την εικασία, ο τραγικός θάνατος του ποιητή, αλλά και η αξία του έργου του, μετά την εκτέλεσή του, έκαναν την ποίησή του ταχύτατα και ευρύτατα γνωστή. Τα ποιήματά του έγιναν σύμβολο αντίστασης στο φασισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη και όπου ζούσαν ελεύθεροι άνθρωποι, όπως ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος έγινε το σύμβολο των πολιτικών κινημάτων, των ταξικών αγώνων, των κοινωνικών ανακατατάξεων.
Τ’ άλογα είναι μαύρα.
Τα πέταλα είναι μαύρα.
Πάνω στις κάπες γυαλίζουν
λεκέδες μελανιού και κεριού.
Έχουν κρανία μολυβένια,
κι είναι γι’ αυτό που δεν κλαίνε.
Με την ψυχή τους όλο λούστρο
έρχονται πάνω στο δρόμο.
Νυχτερινοί και καμπούρηδες,
όπου κι αν πάνε διατάζουν
σιωπές μαύρου καουτσούκ
και φόβους λεπτότατης άμμου.
Περνάν, αν πεθυμούν να περάσουν,
ενώ στο κεφάλι τους κρύβουν
μιαν αστρονομία αόριστη
απροσδιόριστων περιστρόφων.
FEDERICO GARCIA LORCA
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πήγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’ αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς το βοριά.
Τράβα μπροστά. Ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει.
Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στην μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα έν’ αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Ν. ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο Λόρκα ως μουσικός
Πριν γίνει ο μεγάλος ποιητής της Ισπανίας, ο Λόρκα υπήρξε μουσικός, δεξιοτέχνης πιανίστας, συνθέτης, λιμπρετίστας. Για το πρώτο του πιάνο –δώρο του πατέρα του– εξομολογήθηκε γραπτά: «… Σε αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο…» και ότι είναι «… σαν μια γυναίκα που κοιμάται συνεχώς και για να την ξυπνήσει κάποιος, θα πρέπει να είναι γεμάτος μελωδίες και θλίψη…»
Ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωσή του ως μουσικού έπαιξαν ο δάσκαλός του Αντόνιο Σεγούρα Μέσα και ο συνθέτης Μανουέλ ντε Φάλια. Ο αρχικός στόχος του Λόρκα ήταν να σταδιοδρομήσει στη μουσική, ο πατέρας του όμως αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του γιατί, σύμφωνα με τη δική του αντίληψη, ο τομέας αυτός δεν επρόκειτο να αποφέρει εισοδήματα στο γιο του! Απελπισμένος ο Λόρκα έβαλε τέλος στη μουσική σταδιοδρομία του. Γράφει ο ίδιος για τον εαυτό του από τη Ν. Υόρκη στο Αυτοβιογραφικό Σημείωμα: «Αφού οι γονείς του του απαγόρεψαν να πάει στο Παρίσι για να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές του και ο δάσκαλός του της μουσικής είχε πεθάνει, ο Γκαρθία Λόρκα έστρεψε τη δημιουργική του ορμή στην ποίηση».
Αλλά και την ποίησή του την αντιλήφθηκε ως μουσική. Αυτό λένε οι περιγραφές για την απαγγελία του. «Έπαιζε με τις λέξεις σα να ήταν ακορντεόν». Πολλοί από τους τίτλους των Συλλογών του ήταν μουσικοί, ενώ τα ποιήματά του βρίθουν από μουσικούς όρους (μαδριγάλι, σουίτα, νοτούρνο, σερενάτα, ρομάντσα) «… γιατί είμαι πάνω απ’ όλα μουσικός» είχε πει σε μια συνέντευξή του.
Ο ποιητής και ζωγράφος Μορένο Βίγια θυμάται το Λόρκα όταν έπαιζε πιάνο: «Τα δάχτυλά του ήταν ηλεκτρισμένα. Σου έδινε την εντύπωση ότι η μουσική ξεπηδούσε από μέσα του, αυτή η μουσική ήταν η πηγή της δύναμής του, το σαγηνευτικό του μυστικό».
Το καλοκαίρι του 1922, θέλοντας να εντρυφήσει στην ισπανική παράδοση, ο ποιητής έμαθε κιθάρα και φλαμένκο κοντά σε δυο τσιγγάνους. Αμέσως μετά έγραψε σ’ ένα φίλο του: «Το φλαμένκο είναι μια από τις γιγαντιαίες δημιουργίες του Ισπανικού λαού». Ο Λόρκα και ο Ντε Φάλια ταξίδεψαν στα χωριά της Ανδαλουσίας αναζητώντας γνήσια παραδοσιακά τραγούδια. Και όταν τα βρήκαν, οργάνωσαν στη Γρανάδα το 1ο Φεστιβάλ Cante Jondo με πολύ μεγάλη επιτυχία (Ιούνιος 1922).
Ο Λόρκα μετέγραψε και διασκεύασε 12 ισπανικά τραγούδια από την ενδοχώρα της Ανδαλουσίας για πιάνο και φωνή, τα οποία εμπιστεύθηκε στη μεγάλη cantaora (τραγουδίστρια) και bailaora (χορεύτρια) της εποχής Ενκαρναθιόν Λόπεθ Χούλβεθ (γνωστή ως «Αρχεντινίτα»). Τα τραγούδια, με τον τίτλο «Coleccion de Canciones Populares Espanolas» (Συλλογή Λαϊκών Ισπανικών Τραγουδιών) ηχογραφήθηκαν το Μάρτιο του 1931, με το Λόρκα στο πιάνο. Η «Αρχεντινίτα», εκτός από την ερμηνεία, έπαιζε και καστανιέτες, ενώ στο δεύτερο τραγούδι υπήρχε και συνοδεία ορχήστρας.