Γυναίκες στην εξορία στα χρόνια του Εμφυλίου
Το μέτρο της Δικαστικής και της Διοικητικής εκτόπισης έχει μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα. Είναι το υπόλειμμα της αρχαίας ποινής της υπερορίας, δηλαδή της αναγκαστικής απομάκρυνσης για λόγους ασφαλείας ενός ατόμου από τον τόπο διαμονής του και της αναγκαστικής, επίσης, παραμονής του σε ορισμένο άλλο τόπο. Κατά καιρούς, η εκτόπιση χρησιμοποιήθηκε για τη δίωξη ατόμων του κοινού Ποινικού Δικαίου, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Η πολιτική δίωξη μέσω της εκτόπισης, στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, εμφανίζεται λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του κόμματος της εργατικής τάξης, έχοντας ως κύριο σκοπό τη θωράκιση του αστικού καθεστώτος, το διωγμό των ιδεών του επιστημονικού σοσιαλισμού και των φορέων τους. Συγκεκριμένα, το 1924 η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, με σκοπό την πάταξη της ληστείας, εισάγει το Νομοθετικό Διάταγμα της 19/21 Απριλίου 1924 «Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφάλειας». Δύο χρόνια αργότερα, όμως, το εν λόγω διάταγμα τροποποιήθηκε με το διάταγμα της 5ης Μαΐου/ 2ας Ιουνίου 1926, του δικτάτορα Πάγκαλου, ούτως ώστε ο διωκτικός του χαρακτήρας να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη δίωξη του κομμουνισμού. Εκτοτε η συνέχεια είναι λίγο - πολύ γνωστή. Το Ιδιώνυμο (Ν. 4229/1929) και οι ενισχυτικοί προς αυτό νόμοι που ακολούθησαν, η νομοθεσία της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (Αναγκαστικοί νόμοι 117/1936 και 1075/1938), ο αντικομμουνισμός και η αστυνομοκρατία δημιουργούν ένα καθεστώς άγριων πολιτικών διώξεων με κύρια θύματα τους κομμουνιστές, αλλά και κατά περιόδους τους προοδευτικούς - δημοκρατικούς πολίτες, ακόμη και αστούς (περίοδο 4ης Αυγούστου).
Ενα από τα πρώτα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση Τσαλδάρη, μετά τις ψευτοεκλογές του Μαρτίου 1946, ήταν η επαναφορά της Διοικητικής εκτόπισης. Με το Νομοθετικό Διάταγμα της 4ης Μαΐου 1946, αλλά και το διαβόητο Γ` Ψήφισμα, επανασυγκροτήθηκαν και εξοπλίστηκαν με τις απαραίτητες εξουσίες οι «Επιτροπές Δημόσιας Ασφάλειας» με σκοπό την εξόντωση των κομμουνιστών και των ΕΑΜιτών. Οπου δεν μπορούσαν να επέμβουν τα έκτακτα στρατοδικεία, αναλάμβαναν οι εν λόγω Επιτροπές φροντίζοντας για τον εκτοπισμό - και τις επακόλουθες συνέπειες - όλων εκείνων που θεωρούνταν ύποπτοι όχι μόνο για αντικαθεστωτική δράση, αλλά και για αντικαθεστωτικές ιδέες. Διακρίσεις δε γίνονται. Εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, διανοούμενοι, επιστήμονες, στρατιωτικοί, άνθρωποι κάθε ηλικίας και φύλου, γέροι, γριές, έγκυες γυναίκες ή μανάδες με βρέφη στην αγκαλιά, βαριά άρρωστοι ή ανάπηροι, έφηβοι και ανήλικοι με την κατηγορία των αρχών ότι είναι ληστοτρόφοι (δηλαδή ανταρτοτρόφοι) και συνεπώς επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη ή χωρίς καμία κατηγορία, απλά ύποπτοι, εκτοπίζονται. Από μια έρευνα της Εθνικής Αλληλεγγύης, με στοιχεία έως το Γενάρη με αρχές Φλεβάρη του 1947, και χωρίς να υπολογίζονται οι κρατούμενοι σε διάφορα τμήματα μεταγωγών που ξεπερνούσαν τις 10.000, προέκυπτε ότι οι πολιτικοί εξόριστοι ανέρχονταν στους 5.809. Από αυτούς οι 4.816 ήταν άνδρες, οι 853 γυναίκες και 140 παιδιά.
Από το χωράφι στο καθεστώς της «πειθαρχημένης διαβίωσης»
Μόλις ψηφίστηκαν τα προαναφερόμενα μέτρα και ανέλαβαν δράση οι Επιτροπές Ασφαλείας, τα αστυνομικά όργανα σε ολόκληρη την Ελλάδα, μαζί με το κυνηγητό των ανδρών, άρχισαν να κυνηγούν και τις γυναίκες. Στις 5/11/1946, 485 γυναίκες βρίσκονταν σε τόπους εξορίας. Στις 29/11 ο αριθμός των εξόριστων γυναικών έφτασε τις 636 και στις αρχές του 1947 ξεπέρασε τις 800. Πολλές από αυτές έπασχαν από χρόνια νοσήματα, ενώ αρκετές είχαν συρθεί στα ξερονήσια σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή με μικρά παιδιά. Οι συλλήψεις γίνονταν μέσα στα χωράφια, στην ώρα της δουλειάς ή στα χαροκαμένα, από τον πόλεμο, σπίτια. Τις άρπαζαν χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς να τους δώσουν λίγο χρόνο να πάρουν μαζί τους μια αλλαξιά ρούχα. Τις έσερναν, δέρνοντάς τες και βλαστημώντας τες ως τ' αστυνομικά τμήματα, προσπαθούσαν να τις εξευτελίσουν με κάθε τρόπο και δεν ήταν λίγες εκείνες - ιδιαίτερα οι νεότερες - που έπεφταν θύματα των ζωωδών ενστίκτων των βασανιστών τους. Ετσι, υπό μία έννοια, ο τόπος εξορίας ήταν η ανακούφιση και η λύτρωση απ' όλα αυτά. Μετά υπήρχε το άγνωστο.
Η αρχική περίοδος των εκτοπισμών δεν είχε τόσους πολλούς - όσους ακολούθησαν στη συνέχεια - καταναγκασμούς για τις εξόριστες. Ομως, πολύ γρήγορα το καθεστώς προσάρμοσε την πολιτική του και οι τόποι εξορίας μετατράπηκαν σε οργανωμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου κυριαρχούσε η αρχή της ...πειθαρχημένης διαβίωσης. Με το Νομοθετικό Διάταγμα 392/1947 επιβλήθηκε η αστυνομική επιτήρηση των εξορίστων και καθιερώθηκαν βαριές ποινές (από 6 μήνες έως 5 χρόνια) για όποιον απομακρυνόταν από τον τόπο εκτόπισής του. Λίγο αργότερα, η κεντροδεξιά κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη εξέδωσε τον Αναγκαστικό Νόμο 511/31- 12- 1947, βάσει του οποίου οργανώθηκε η διαβόητη πειθαρχημένη διαβίωση στους τόπους εξορίας. Τώρα πια, τα στρατόπεδα των εξορίστων δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα αντίστοιχά τους, της περιόδου της 4ης Αυγούστου και της Κατοχής. Ο ΑΝ 511/1947 μεταξύ άλλων έλεγε: «Η Αστυνομική Αρχή, εις την περιφέρειαν της οποίας ευρίσκονται υπό επιτήρησίν της άτομα τελούντα υπό εκτόπισιν βάσει αποφάσεων των Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας, δύναται: α) να υποχρεοί ταύτα να παρουσιάζωνται ενώπιόν της καθ' ορισμένα χρονικά διαστήματα, β) να απαγορεύη την κυκλοφορίαν αυτών καθ' ωρισμένας ώρας της νυκτός, γ) να απαγορεύη την απομάκρυνσιν αυτών πέραν ορισμένης ακτίνος του τόπου εκτοπίσεως, δ) να υποχρεοί ούτους να δηλώσωσι πάσαν αλλαγήν της κατοικίας των, ε) να ενεργή κατ' οίκον έρευνα καθ' οιανδήποτε ώραν της ημέρας και νυκτός, στ) να απαγορεύη πάσαν συγκέντρωσιν αυτών, ζ) να απαγορεύη την υπ' αυτών ίδρυσιν πάσης φύσεων συλλόγων, λεσχών και εντευκτηρίων, η) να απαγορεύη την έκδοσιν και τη μεταξύ αυτών κυκλοφορίαν εντύπων ή χειρογράφων, άτινα ήθελε θεωρήσει επιβλαβή εις τη δημοσίαν τάξιν, θ) να απαγορεύη την υπ' αυτών άσκησιν του επαγγέλματός των, εφ' όσον ήθελε κρίνει ότι αυτή δε γίνεται διά σκοπούς καθαρώς βιοποριστικούς, ι) να καθορίση το ανώτατον όριον του χρηματικού ποσού όπερ έκαστος των εις εκτόπισιν τελούντων δικαιούται να κατέχη, ια) να υποβάλλη εις έρευνας παν αντικείμενον αποστελλόμενον προς τους υπό εκτόπισιν τελούντας, ιβ) να ελέγχη την αλληλογραφίαν αυτών». Κάθε σχόλιο ασφαλώς περιττεύει!
Το στρατόπεδο της Χίου
Οι πρώτες εξόριστες έφτασαν στο στρατόπεδο της Χίου στις αρχές Μαρτίου του 1948. Ολες μαζί ήταν 94 γυναίκες και 17 μικρά παιδιά. Τον Ιούνιο του '48 οι εξόριστες 'γιναν 910 και τα παιδιά 44, ενώ 6 μήνες αργότερα οι γυναίκες έφτασαν τις 1.316 και τα παιδιά τα 52. Το στρατόπεδο ήταν στη δικαιοδοσία της Ανωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής των νήσων του Αιγαίου. Διοικητής της Χωροφυλακής στη Χίο ήταν ο συνταγματάρχης Πλυτάκος και διοικητής του στρατοπέδου ο μοίραρχος Χρήστος Ζερβός. Ο Πλυτάκος λίγες φορές παρουσιάστηκε στις εξόριστες, αλλά εκείνες ένιωθαν την παρουσία του μέσα από τις διαταγές του, που, όπως γράφει η Αθηνά Κωνσταντοπούλου, «σκοπό είχανε να χειροτερεύσουν τη ζωή μας». Ο διοικητής του στρατοπέδου Ζερβός περιοριζόταν στο τυπικό μέρος των καθηκόντων του και την πραγματική διοίκηση ασκούσαν ο υποδιοικητής υπομοίραρχος Ν. Δήμου και ο ανθυπομοίραρχος Κ. Κουφόπουλος. Η διοίκηση του στρατοπέδου ξεχώρισε 199 γυναίκες, τις οποίες χαρακτήρισε επικίνδυνες και τις μετέφερε σε ένα σχολείο λίγα μέτρα μακριά από το στρατόπεδο. Τις υπόλοιπες τις ταξινόμησε σε δύο κατηγορίες: Τις «Βουλγάρες» που ήταν συγγενείς ανταρτών και τις «Ρωσίδες» που θεωρούνταν κομμουνίστριες.
Από τα ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια που υπέστησαν αυτές οι γυναίκες το χειρότερο ήταν ο αποχωρισμός των παιδιών από τις μανάδες τους. Η Μαριγούλα Μαστρολέων - Ζέρβα γράφει σχετικά: «Μια μέρα, το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη (σ.σ. 1948) ξυπνήσαμε το πρωί και είδαμε μια αλλιώτικη συμπεριφορά. Σε λίγο μπαίνει μέσα στο κτίριο ο διοικητής με τον Μπατζάρα και λέει: "Ολες οι μωρομάνες στο χολ, με τα παιδιά τους". Μαζεύτηκαν κι άρχισε να τους λέει: "Η μητέρα Ελλάδα αισθάνεται υποχρέωση απέναντι στα Ελληνόπουλα που κινδυνεύουν δίπλα στις μάνες Βουλγάρες που τα δηλητηριάζουν με τον κομμουνισμό, γι' αυτό θα τα πάρουμε να τα περισώσουμε". Μόλις ακούστηκε αυτό, άρχισαν και τα πρώτα κλάματα των μεγάλων παιδιών που κατάλαβαν. Αρχισε η δραματική στιγμή. Παίρναν τα παιδιά από την αγκαλιά της μητέρας και τα φόρτωναν στα καμιόνια. Μπορείτε να φανταστείτε τη σκηνή αυτή; Από μέσα φώναζαν οι μάνες και από έξω φώναζαν και έκλαιγαν τα παιδιά. Οσο ήμαστε εξορία, ποτέ δεν έμαθαν οι μανάδες πού τα είχαν τα παιδιά τους. Τα είχαν πάει στα αναμορφωτήρια της Φρειδερίκης. Οταν βγήκαν οι μάνες, παιδεύτηκαν δύο και τρία χρόνια για να μπορέσουν να τα πάρουν».
Από τη Χίο στο Τρίκερι
Σύμφωνα με την Βικτωρία Θεοδώρου, η πρώτη αποστολή περίπου 1.200 εξορίστων γυναικών και παιδιών ξεκίνησε από τη Χίο, με προορισμό το Τρίκερι στις 4 Απριλίου του 1949. Ως το Σεπτέμβρη του ιδίου έτους οι εξόριστες στο νησί μαζί με τα παιδιά έφτασαν τα 4.700 άτομα.
Αρχικά οι εξόριστες εγκαταστάθηκαν στα κελιά του μοναστηριού του νησιού, αλλά όταν ο αριθμός τους μεγάλωσε αρκετά, οι περισσότερες ζούσαν σε αντίσκηνα γύρω από το μοναστήρι. Το στρατόπεδο φυλασσόταν από στρατιώτες και η ζωή των γυναικών είχε οργανωθεί σύμφωνα με τα πρότυπα των στρατιωτικών μονάδων.
Οι συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο ήταν άθλιες. Περισσότερο άθλιες απ' ό,τι στη Χίο. Το συσσίτιο ήταν λιγοστό, 80 δράμια ψωμί και όσπρια. Το νερό επίσης. Οι σκηνές το χειμώνα πλημμύριζαν. Από άποψη υγιεινής δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φροντίδα τουλάχιστον των παιδιών και των ηλικιωμένων.
Καθημερινή, όμως και εξαντλητική ήταν η αγγαρεία που μαζί με τις εθνικοφρόνου περιεχομένου διαλέξεις, τις απειλές, τους εξευτελισμούς, τη βία αποτελούσαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο το οποίο στόχευε στον εξαναγκασμό σε δηλώσεις μετανοίας.
Κι όμως οι γυναίκες άντεξαν. Βρήκαν ακόμη τη δύναμη να μάθουν γράμματα και να οργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μικρές συναυλίες όπου τραγουδούσαν τραγούδια από διάφορους τόπους της Ελλάδας, αλλά και θεατρικές παραστάσεις. Η Ελένη Λεύκα περιγράφει: «Ετσι διψασμένες για τη ζωή, επιστρατεύουμε η κάθε μία τις δυνάμεις της, ό,τι μπορούμε για να γεμίσουμε τη ζωή μας. Οι γιατρίνες μας, οι νοσοκόμες μας φροντίζουν τις άρρωστες. Οι δασκάλες και παιδαγωγοί κάνουν μαθήματα, φροντίζουμε τα παιδιά μας, άλλες ζυγίζουν τα κάρβουνα, άλλες παλεύουν με τις φωτιές των καζανιών της κουζίνας. Κρυφά οργανώνουμε κυριακάτικες γιορτούλες με χορούς και σκετς, που πάντα στα κείμενά τους έχουν τα έθιμα και τη ζωή του κάθε τόπου... Οσο οι μήνες προχωρούν, τόσο η ζωή μας δυσκολεύει. Τα μέτρα που παίρνουν οι αρχές γίνονται πιο σκληρά, όσο ο αγώνας των ανταρτών πάνω στα βουνά σκληραίνει. Τις νύχτες πέρα στο Πήλιο ακούμε τις μάχες, τις εκρήξεις. Κι η κάθε μια αγωνιά, βρίσκεται με τη σκέψη της κοντά στον άντρα, στον αδελφό, στο γιο που μάχονται στο βουνό».
Στην κόλαση της Μακρονήσου
Τον Οκτώβρη του 1949 η κυβέρνηση των Αθηνών εξέδωσε το ΟΓ΄ Ψήφισμα «Περί μέτρων Εθνικής Αναμορφώσεως», βάσει του οποίου συστάθηκε ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου (ΟΑΜ). Στη δικαιοδοσία του ΟΑΜ περιήλθαν «άπαντες... οι διατελούντες εν εκτοπίσει ως ενεχόμενοι εις αντεθνικάς ενεργείας ή ως Επικίνδυνοι εις το εθνικόν καθεστώς, ως και οι προληπτικώς συλληφθέντες υπό του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και των στρατιωτικών αρχών». Ετσι οι εξόριστες γυναίκες του στρατοπέδου στο Τρικέρι πέρασαν κι αυτές στη δικαιοδοσία του Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου. Το χειρότερο όμως συνέβη λίγο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1950, όταν 1.200 απ' αυτές (μαζί και παιδιά) μεταφέρθηκαν στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Εκεί η κατάσταση ήταν χειρότερη από οπουδήποτε αλλού. Από την πρώτη στιγμή οι αρχές του στρατοπέδου φανέρωσαν πλήρως τις προθέσεις τους. Διέξοδος πέραν της δήλωσης δεν υπήρχε για τις εξόριστες. «Ελληνίδες - φώναζαν τα μεγάφωνα - δεν ταιριάζουν στα χέρια σας οι αλυσίδες του κομμουνισμού - Ελληνίδες γυρίστε πίσω στα σπίτια σας - Ζητήστε συγνώμη από την πατρίδα». Το στρατόπεδο στο οποίο κλείστηκαν οι γυναίκες, το λεγόμενο Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Γυναικών (ΕΣΑΓ), ήταν διαμορφωμένο για να υπηρετήσει αυτόν τον σκοπό, το σκοπό της υποταγής ή της ανανήψεως, κατά την ορολογία των αρχών της εποχής. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν πολλές. Χωρίστηκαν οι μάνες από τα παιδιά τους, χρησιμοποιήθηκαν φαντάροι που είχαν υπογράψει δηλώσεις για να περιγράψουν στις κρατούμενες τα βασανιστήρια που τις περίμεναν και να τις τρομοκρατήσουν, οι πιο «επικίνδυνες» κομμουνίστριες απομονώθηκαν από τις υπόλοιπες. Κατόπιν άρχισαν τα βασανιστήρια: Εφοδοι από τους αλφαμίτες μέσα στη νύχτα, καψώνια, βρισιές, εξευτελισμοί, ανακρίσεις επί ώρες, ξυλοδαρμοί. Η Ουρανία Στάβερη περιγράφει μια από τις πολλές παρόμοιες σκηνές: «Ξετυλίχτηκαν τέτοιες σκηνές φρίκης, που καμία, όση δύναμη κι αν έχει, δεν μπορεί να περιγράψει τις σκηνές αλλοφροσύνης. Οι αλφαμίτες κραδαίνοντας τα ρόπαλα πάνω απ' τα κεφάλια μας, με ουρλιαχτά πεινασμένων λύκων που πέφτουν σε κοπάδι, έπεσαν επάνω μας και τραβούσαν τα παιδιά χτυπώντας όπου έβρισκαν. Εντρομα τα μικρά άρχισαν να βγάζουν σπαραχτικές φωνές που ξέσκιζαν και την πιο βάρβαρη καρδιά. Οι μάνες έσφιγγαν στην αγκαλιά τους τα μικρά που σπαρτάραγαν και τα ματάκια τους γεμάτα τρόμο απαθανάτιζαν αυτή τη φρίκη που θα τη σέρνουν σε όλη τους τη ζωή. Εμείς κρατούσαμε τις μάνες κι είχαμε γίνει ένα κουβάρι ανακατεμένα γυναικεία σώματα».
Τον Ιούλιο του 1950, ύστερα από διεθνή κατακραυγή, ο Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου διαλύθηκε και όσες εξόριστες δεν υπογράψανε δήλωση (περισσότερες από 500) μεταφέρθηκαν και πάλι στο Τρίκερι. Εκεί άρχισε η σταδιακή τους απόλυση. Τον Απρίλιο του 1953 είχαν μείνει μόνο 19 στο νησάκι του Παγασητικού, οι οποίες μαζί με νέες κρατούμενες μεταφέρθηκαν στον Αϊ Στράτη.
Η Ελένη Λεύκα, στις 31 Ιουλίου του 1950 - ημέρα κατά την οποία αναχωρούσε από τη Μακρόνησο για το Τρίκερι - έγραψε στο ημερολόγιό της: «Ξυπνήσαμε στις πέντε το πρωί. Το ραδιόφωνο παίζει εύθυμη μουσική. Οι σκηνές μισοάδειες... Γύρω μας αφάνες, άχυρα, σκουπίδια. Ο,τι απόμεινε από το χθεσινό βιαστικό ξεσήκωμα... Δένουμε τα μπαγκάζια μας. Μυρουδιά μούχλας αναδύεται απ' τη σκηνή. Φεύγουμε κι εμείς... ρίχνω γύρω μου μια ματιά στον τόπο τούτον του μαρτυρίου μα και της ανάτασης. Χίλια αισθήματα μέσα μου... Να κρύψω το ημερολόγιό μου».