Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Το χρήμα στον καπιταλισμό ή το καπιταλιστικό χρήμα;

Πίσω από το δίλημμα "δραχμή ή ευρώ" με τους όρους που τίθεται στην πολιτική σκηνή, αποκρύπτεται στην πραγματικότητα ένα άλλο ερώτημα που αγγίζει όλο και περισσότερο ευρύτερες λαϊκές μάζες και αφορά την ίδια την λειτουργία του χρήματος. Η βίαιη επέκταση της κεφαλαιακής σχέσης την εποχή των μνημονίων δεν αφορά μόνον στις εργασιακές σχέσεις, αλλά αγγίζει και τον συσσωρευμένο πλούτο των μικρομεσαίων στρωμάτων αλλά και του κράτους. Αυτός ο πλούτος θα πρέπει να ενταχθεί στην κεφαλαιακή σχέση (στην κυκλοφορία του χρήματος). Μια πρώτη γεύση αυτής της κεφαλαιακής επέκτασης έλαβε η ελληνική κοινωνία με χρηματιστηριακή φούσκα την πρώτη εποχή της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα μας. 

Σήμερα έχει αρχίζει να αναπτύσσεται ένας ευρύτερος προβληματισμός αν είναι δυνατόν να υπάρξει ένα άλλο παράλληλο σύστημα χρηματικών συναλλαγών έξω από το τραπεζικό, ένα άλλο τραπεζικό σύστημα αποδεσμευμένο από το παγκόσμια χρηματοπιστωτικό σύστημα και πολλά παρόμοια που αφορούν στην λειτουργία του χρήματος, θέματα που ήταν και παραμένουν περιθωριακά στον προβληματισμό αλλά και στις πρακτικές της παραδοσιακής Αριστεράς.Ξεκινώντας την δημοσίευση μιας σειρά κειμένων για αυτά τα θέματα, δημοσιεύουμε ως πρώτο κείμενο το παρακάτω:


Το χρήμα στον καπιταλισμό ή το καπιταλιστικό χρήμα;


Αναδημοσίευση από τις "Θέσεις", Τεύχος 97, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2006
των Dick Bryan και Michael Rafferty
μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος

«Ο πλούτος των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται ως ένας τεράστιος σωρός εμπορευμάτων…»1

Από την πρώτη μόλις πρόταση του Κεφαλαίου του Μαρξ γνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από δύο ουσιώδη γνωρίσματα: το εμπόρευμα και το ανταγωνιστικό κίνητρο για συσσώρευση. Όπως έδειξε η ανάλυση και των δύο, πολύ συχνά το χρήμα περιγράφεται ως η απλή θεραπαινίδα τους: ως το λάδι που λιπαίνει την ανταλλαγή εμπορευμάτων και διευκολύνει τη συσσώρευση, χωρίς να έχει κάποιο κεντρικό ρόλο. Όταν λοιπόν το χρήμα τραβιέται τόσο γρήγορα στο παρασκήνιο, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του μαρξισμού διολίσθησε στην περιγραφή μιας «πραγματικής» οικονομίας αγαθών και υπηρεσιών, ταξικών σχέσεων και αξίας, σε αντιπαράθεση με έναν νομισματικό κόσμο αναπαράστασης (και στρεβλής παράστασης).

Η πρόσφατη αναβίωση του ενδιαφέροντος για το χρήμα και τις χρηματοπιστωτικές σχέσεις είναι απόλυτα ευπρόσδεκτη, καθώς η νέα εξέχουσα θέση της χρηματοοικονομικής σφαίρας σε παγκόσμια κλίμακα υποχρέωσε τους μαρξιστές να επανέλθουν σε μερικά βασικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση του χρήματος στον καπιταλισμό. Το έργο του Κώστα Λαπαβίτσα αποτέλεσε μια σημαντική συμβολή, τόσο για την πρόσφατη αποσαφήνιση της μαρξικής θεωρίας σχετικά με το εμπορευματικό χρήμα και την πίστη,2 όσο και για τις παρεμβάσεις σχετικά με τη σημερινή ισχύ των μαρξιστικών αναλύσεων του χρήματος.3

Λίγοι είναι οι μαρξιστές, και ασφαλώς ανάμεσά τους δεν είναι ο Λαπαβίτσας, που θα ήθελαν να υιοθετήσουν την προαναφερθείσα θέση, όπως διατυπώθηκε προηγουμένως: το χρήμα δεν έχει σημασία στην καπιταλιστική οικονομία. Ωστόσο, το παρόν άρθρο θέτει και ένα περαιτέρω ερώτημα: ποιο είναι το χαρακτηριστικά καπιταλιστικό στοιχείο στο χρήμα στον καπιταλισμό – κατά ποιο τρόπο διαφέρει το καπιταλιστικό χρήμα από το μη καπιταλιστικό χρήμα και πώς το ίδιο το χρήμα στον καπιταλισμό αντανακλά τη διπλή διάσταση του εμπορεύματος και της συσσώρευσης; Το ερώτημα αυτό ως επί το πλείστον, και στις περισσότερες αναλύσεις, δεν τίθεται. Το χρήμα μπορεί να παίζει διάφορους ρόλους στο πλαίσιο του καπιταλισμού, όμως το ίδιο δεν είναι ειδικά καπιταλιστικό.


Αντίστοιχα, οι νομισματικές ιστορίες γενικά εστιάζονται στην ανάπτυξη των νομισματικών μονάδων, φτάνοντας στο ζενίθ τους με το σχηματισμό του σύγχρονου κράτους, την εισαγωγή μιας κρατικά υποστηριζόμενης νομισματικής μονάδας, τις απαρχές της συνετής εποπτείας και του χάρτινου χρήματος.4 Από το σημείο αυτό και μετά παρουσιάζεται μια ιστορία της επέκτασης του ρόλου του χρήματος, της ανάπτυξης του «πιστωτικού συστήματος»5 και των τεχνολογικών καινοτομιών στις νομισματικές συναλλαγές. Είναι σαν να είχε φτάσει το χρήμα, με την ανάπτυξη του χάρτινου χρήματος και του πιστωτικού συστήματος, στην υψηλότερη φάση ύπαρξης που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Το υπόλοιπο της νομισματικής ιστορίας είναι απλώς προσθήκη λεπτομερειών για να γίνει καθαρότερη η εικόνα.

Αξιοπρόσεκτο γεγονός αποτελεί το ότι η ποσοτικά μεγαλύτερη ανάπτυξη των καπιταλιστικών χρηματοπιστωτικών σχέσεων –τα 800 δισ. δολάρια που κυκλοφορούν καθημερινά στις παγκόσμιες αγορές παραγώγων– απλώς αγνοείται στις μαρξιστικές συζητήσεις. Στο παρόν άρθρο υποστηρίζουμε ότι τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα μετασχηματίζουν εκ θεμελίων την αντίληψή μας για το χρήμα στον καπιταλισμό.

Τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα φέρνουν τη χρηματική σύνδεση τόσο του εμπορεύματος όσο και της συσσώρευσης σε ένα νέο επίπεδο. Τα παράγωγα δεν χρησιμοποιούνται για την προώθηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης κατά τον τρόπο που χρησιμοποιείται η πίστη. Τα ίδια τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα αποτελούν έκφραση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ούτε διευκολύνουν απλώς την ανταλλαγή των εμπορευμάτων, με τον τρόπο που λειτουργούν τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα. Τα ίδια τα παράγωγα είναι εμπορεύματα: παράγονται και αποτελούν αντικείμενο εμπορίας όχι ως τίτλοι ιδιοκτησίας, αλλά ως σύνθετα συστήματα μετατροπής διαφόρων μορφών κεφαλαιουχικών αγαθών σε άλλες μορφές (ή αντίστοιχων μετατροπών μεταξύ ροών εισοδήματος). Τα παράγωγα είναι ευκρινώς καπιταλιστικό χρήμα6 και η αναγνώριση του ρόλου τους μας προσφέρει την ευκαιρία να δούμε από μια άλλη σκοπιά τις συζητήσεις σχετικά με τις μαρξιστικές θεωρίες του χρήματος.

Όλοι έχουμε διαβάσει τις αναφορές στα παράγωγα ως εργαλεία κερδοσκοπίας, που θα πρέπει να εξοστρακιστούν. Ξεχάστε αυτές τις αναλύσεις, διότι αδυνατούν να συλλάβουν τη σημασία των παραγώγων στην κατανόηση της συσσώρευσης. Η ίδια καταδίκη εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα σχετικά με το σχηματισμό της ανώνυμης εταιρείας – ότι η αγορά των μετοχών διαχώριζε την ιδιοκτησία από την υπευθυνότητα, ενθάρρυνε την κερδοσκοπική ιδιοκτησία και αύξανε τον κίνδυνο της απάτης και των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Γνωρίζουμε ότι το χρηματιστήριο πρόσφερε έναν χώρο για κερδοσκοπία, όμως ταυτόχρονα μετασχημάτισε εκ θεμελίων τη φύση του κεφαλαίου και δημιούργησε μια μορφή ιδιοκτησίας που είναι χαρακτηριστικά καπιταλιστική και δεν θα μπορούσε να υπάρξει σε συνθήκες φεουδαρχίας ή σοσιαλισμού. Η θέση μας είναι ότι αυτό που επέφεραν η περιορισμένη ευθύνη και το χρηματιστήριο στη φύση της ιδιοκτησίας7 το επέφεραν τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα στη φύση του χρήματος.


1. Μια εισαγωγή στα παράγωγα 

Κατ’ αρχάς ένας σύντομος ορισμός, που, ωστόσο, δεν είναι απόλυτα πλήρης, για εκείνους που είναι λιγότερο εξοικειωμένοι με τα παράγωγα. Τυπικά, τα παράγωγα ορίζονται ως περιουσιακά στοιχεία, η αξία των οποίων συνδέεται με ένα άλλο περιουσιακό στοιχείο, και συνήθως θεωρείται ότι «παράγεται» απ’ αυτό (εξ ου και ο όρος «παράγωγο»). Τα παράγωγα έχουν κατανοηθεί καλά και έχουν μια ιστορία πολλών χιλιάδων ετών ως συμβόλαια μελλοντικών συναλλαγών. (Ένα συμβόλαιο προθεσμιακών συναλλαγών [futures contract] κλειδώνει σε μια τιμή και σε μια μελλοντική στιγμή. Ένα τέτοιο συμβόλαιο μπορεί να γίνει το ίδιο αντικείμενο εμπορίας, και η τιμή του θα ποικίλλει ανάλογα με την τρέχουσα και την προσδοκώμενη τιμή του εμπορεύματος.)

Γενικότερα, το βαθύτερο γνώρισμα του φάσματος των διαφόρων ειδών παραγώγων είναι ότι αποτελούν ένα βοηθητικό μέσο για τη διαχείριση-τιμολόγηση του κινδύνου. Σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχει η επιθυμία ανάληψης ενός κινδύνου – και επομένως τα παράγωγα διευκολύνουν πράγματι αυτό που αποκαλείται «κερδοσκοπία». Κυρίως, όμως, προσφέρουν ένα μέσο για την απομάκρυνση του κινδύνου – που είναι γνωστή ως «hedging» (φραγή κινδύνου). Στις αγορές αγροτικών προϊόντων, τα συμβόλαια μελλοντικών συναλλαγών προσφέρουν μια φραγή κινδύνου τόσο για τους αγοραστές, όσο και για τους πωλητές, ως προς τις συνέπειες μιας ξηρασίας, μιας ασθένειας κλπ., και εδώ ακριβώς έγκειται η μακρά ιστορία των παραγώγων.8 Ωστόσο, αυτό που καθιστά τα παράγωγα τόσο σημαντικά στη σημερινή εποχή και τους προσδίδει μια σαφή χρηματική λειτουργία είναι τόσο η τεράστια κλίμακα ύπαρξής τους, όσο και το ότι χρησιμοποιούνται πλέον σε τρομερά μεγάλη έκταση για την προστασία όχι φυσικών εμπορευμάτων αλλά διαφόρων ειδών χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων και χρήματος.

Από άποψη κλίμακας, η τριετής ανασκόπηση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements)9 δείχνει ότι παγκοσμίως τον Ιούνιο του 2001 τα λογιστικά ποσά που εκκρεμούσαν σε αγορές μη εμπορεύσιμων παραγώγων (OTC10 ) ανέρχονταν σε 100 τρισ. δολάρια – εκ των οποίων το 76% αποτελούσαν παράγωγα επιτοκίων (κυρίως swaps [σ.τ.μ.: παράγωγα μετατροπής μεταξύ δύο τίτλων]) και το 21% παράγωγα συναλλάγματος (επίσης κυρίως swaps). Από την άποψη του τζίρου, η τριετής ανασκόπηση δείχνει ότι το 2001 πάνω από 575 δισ. δολάρια εισέρρεαν ημερησίως στις παγκόσμιες αγορές παραγώγων ΟΤC, και επιπλέον υπήρχαν πάνω από 800 δισ. δολάρια σε συναλλαγές παραγώγων ημερησίως στις παραδοσιακές αγορές ξένου συναλλάγματος. Για σύγκριση, οι συναλλαγές άμεσης αγοραπωλησίας [spot transactions] (μεταξύ μη παραγώγων) στις παραδοσιακές αγορές ξένου συναλλάγματος ανέρχονταν σε λιγότερο από 400 δισ. δολάρια ημερησίως.11 Είναι βέβαιο ότι ένα μέρος του εμπορίου παραγώγων στις παραδοσιακές αγορές ξένου συναλλάγματος αποτελεί απλό τζόγο με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα επιτόκια, όμως το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων συναλλαγών αφορά εταιρείες που εμπλέκονται σε φραγή κινδύνου (hedging). Επιχειρήσεις κάθε μεγέθους χρησιμοποιούν τα παράγωγα για να προστατευτούν από αβεβαιότητες που σχετίζονται με τα επιτόκια, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, αλλά και άλλες χρηματοπιστωτικές αστάθειες. Ακόμη, δεν πρόκειται για κάποια περιθωριακή δραστηριότητα, αλλά μάλλον για δραστηριότητα που κατέχει κεντρική θέση στις συμβατικές στρατηγικές διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου. Δυστυχώς, αυτό έρχεται στο φως της ημέρας συνήθως μόνον όταν μια άστοχη διαχείριση κινδύνου οδηγεί σε κατάρρευση μιας εταιρείας, όπως έγινε με τη Long Term Capital Management, τη Worldcom και την Enron, ωστόσο αυτό δεν πρέπει να κρύβει το γεγονός ότι οι συναλλαγές παραγώγων, και στην κλίμακα που αποκαλύφθηκε με αφορμή αυτές τις τρεις διαβόητες περιπτώσεις, αποτελούν καθημερινή πρακτική όλων των μεγάλων εταιρειών.

Αν κοιτάξουμε πέρα από την «κερδοσκοπία» και εξετάσουμε τις δυνάμεις που οδήγησαν στη μεγέθυνση των παραγώγων προϊόντων για χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία, η θεωρία του χρήματος σε παγκόσμια κλίμακα φαίνεται μάλλον διαφορετική σε σχέση με αυτή που υποστηρίζουν οι περισσότεροι μαρξιστές.


2. Οι κοινωνικές σχέσεις του χρήματος 

Όταν αναφερόμασταν στη μεγέθυνση των χρηματοπιστωτικών παραγώγων, η ανάλυσή μας προέτρεξε. Η πιο αναγνωρισμένη απάντηση στο ερώτημα της καπιταλιστικής φύσης του χρήματος δίνει έμφαση όχι στα χρηματοπιστωτικά παράγωγα αλλά στις κοινωνικές σχέσεις που διαμεσολαβεί το χρήμα. Είναι σημαντικό να κάνουμε μια επισκόπηση αυτού του ρόλου, ιδίως επειδή έχει κεντρική θέση στην ανάλυση του Λαπαβίτσα για το καπιταλιστικό χρήμα.

Το χρήμα παίζει το ρόλο του κοινωνικού συνδέσμου μεταξύ αγνώστων, όμως εκτός αυτού συμπυκνώνει αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις – όταν οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων εμφανίζονται ως σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. Η έμφαση εδώ δίνεται σε δυο ζητήματα: την κοινωνική εξουσία που αποφέρει το χρήμα και την εμπιστοσύνη που βρίσκουμε να λανθάνει στις πολύπλοκες και εκτεινόμενες στο χρόνο και στο χώρο χρηματοπιστωτικές σχέσεις. Και τα δυο αυτά ζητήματα εξετάστηκαν σε μεγάλη έκταση και δεν χρειάζονται παρά μια πολύ σύντομη επανάληψη.

Το χρήμα ως κοινωνική εξουσία αποτελεί έννοια που υποδεικνύει ότι αυτοί που κατέχουν χρήμα ελέγχουν τους πόρους. Για τον Λαπαβίτσα:


«Το χρήμα επιτρέπει στον κάτοχό του να ασκήσει εξουσία στους άλλους. Είναι λάθος να θεωρούμε την αγορά ως τόπο δημοκρατικής ισότητας, επειδή υποτίθεται ότι οι κάτοχοι εμπορευμάτων έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως όλοι οι άλλοι […] Τα άτομα που κατέχουν περισσότερα χρήματα είναι επίσης σε θέση να ελέγχουν περισσότερα εμπορεύματα και φυσικούς πόρους και, στην περίπτωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, περισσότερους εργάτες. Η οικονομική εξουσία του χρήματος είναι η πηγή της κοινωνικής του εξουσίας, που δίνει τη δυνατότητα στον κάτοχό του να επιβάλλει τη θέλησή του/της στους άλλους, προκαταβάλλοντας ή κατακρατώντας χρήματα. Αντίστοιχα, η εξουσία του χρήματος στους ανθρώπους και τους πόρους επιτρέπει στους κατόχους του να επιβάλλουν νέες ιεραρχίες πλούτου και προνομίων».12

Στη βασική της μορφή, πρόκειται για μια εξουσία επί της κατανομής: το γνωστό σε όλους επιχείρημα ότι οι άνθρωποι με πολλά χρήματα αποκτούν περισσότερα απ’ όσο είναι το μερίδιό τους ή οι πόροι τους. Για τους μαρξιστές, υπάρχει μια ιδιαίτερη εστίαση στον έλεγχο επί ενός ιδιαίτερου πόρου: της εργασιακής δύναμης. Από εδώ έπεται η πρόταση ότι ο έλεγχος επί της εργασιακής δύναμης δίνει τη δυνατότητα του ελέγχου επί της παραγωγής υπεραξίας, του ελέγχου επί της συσσώρευσης, και κατά συνέπεια του ελέγχου επί της αναπαραγωγής της κοινωνικής εξουσίας.

Είναι ένα ζήτημα σημαντικό, θα πρέπει, ωστόσο, να θυμίσουμε ότι πριν απ’ όλα είναι ένα ζήτημα κατανομής, και ο πόρος «εργασία» είναι απλώς μια από θεωρητική άποψη ειδική περίπτωση που ανακαλεί τη σφαίρα της παραγωγής. Και ακόμη και στο πλαίσιο αυτής της ειδικής περίπτωσης, η κοινωνική εξουσία επί της εργασίας αποτελεί εξίσου ζήτημα της φεουδαρχίας και της δουλοκτησίας, όπως και του καπιταλισμού.

Η δεύτερη διάσταση των κοινωνικών σχέσεων του χρήματος είναι η εμπιστοσύνη.13 Όπως λέγεται, η εμπιστοσύνη είναι αυτό που κάνει το χρήμα κοινωνικό, παρά το ότι, στο βαθμό που η εμπιστοσύνη ενυπάρχει σ’ όλες τις άμεσες ανταλλαγές, είναι απαραίτητη σε όλη την έκταση της διαδικασίας συσσώρευσης. Επιπλέον, οι σχέσεις εμπιστοσύνης ενυπάρχουν στις ανταλλαγές που λάμβαναν χώρα κατά τη μερκαντιλιστική περίοδο, αλλά ακόμη και στις φεουδαρχικές κοινωνίες. Το ζήτημα της εμπιστοσύνης σε σχέση με το χρήμα εφαρμόζεται γενικά τόσο στον τομέα της άμεσης ανταλλαγής (όπου η φυσική χρηματική μονάδα μετατρέπεται σε «πραγματικά» αγαθά και υπηρεσίες), όσο και στον τομέα της πίστης (όπου το θεσμικό χρηματικό σύστημα μετατρέπει λογιστικές καταχωρήσεις σε υλικό χρήμα).14 Σύμφωνα κυρίως με το γόνιμο έργο του Γκέοργκ Ζίμελ (Georg Simmel), συγγραφέα του Η Φιλοσοφία του Χρήματος, το ζήτημα της εμπιστοσύνης συνδέεται με τις γενικές, ενοποιητικές, τυποποιητικές διαστάσεις του χρήματος. Με την ορολογία του Ζίμελ, η ανταλλαγή δημιουργεί «έναν εσωτερικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων – μια κοινωνία στη θέση ενός απλού συνόλου ατόμων».15 Σύμφωνα με τον Λαπαβίτσα, οι κύριες σχέσεις εμπιστοσύνης είναι διακεφαλαιακές και συνδέονται με το πιστωτικό σύστημα:

«Η πίστη είναι αρχικά μια ιδιωτική και υποκειμενική σχέση εμπιστοσύνης και εξουσίας μεταξύ καπιταλιστών, που εκτυλίσσεται για την προώθηση των ατομικών οικονομικών τους δραστηριοτήτων. Ωστόσο, στην πορεία των πιστωτικών συναλλαγών, οι σχέσεις εμπιστοσύνης και εξουσίας μετασχηματίζονται, και βαθμιαία αποκτούν έναν κοινωνικό και αντικειμενικό χαρακτήρα […]. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης και εξουσίας μετασχηματίζονται με το πιστωτικό σύστημα και αποκτούν ένα ολοένα αυξανόμενο κοινωνικό περιεχόμενο με την εμπλοκή τραπεζών, αγορών και άλλων πιστωτικών θεσμών. Οι απαιτήσεις της πίστης καθίστανται επίσης όλο και περισσότερο κοινωνικές, ειδικά σε σχέση με τις πληροφορίες που απαιτούνται για την υποστήριξη της εμπιστοσύνης. Ταυτόχρονα, η ταξική φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής καθίσταται εμφανής σε όλα τα επίπεδα του πιστωτικού συστήματος».16

Όπως και η κοινωνική εξουσία, η εμπιστοσύνη και το πιστωτικό σύστημα εκφράζουν την ένταση που ενυπάρχει στο κεφάλαιο. Ως διεκδίκηση επί μιας μελλοντικής υπεραξίας, η γενικευμένη «αντικειμενική» πίστη υποβαστάζει την κοινή σύγκρουση με την εργασία όλων των ατομικών κεφαλαίων. Ωστόσο, ως συμβόλαιο που προσδιορίζει την κατανομή της υπεραξίας μεταξύ τόκου και κέρδους, η πίστη εκφράζει μια όψη των εντάσεων που είναι ενδοφυείς στον ανταγωνισμό μεταξύ ατομικών κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, η «εμπιστοσύνη» που είναι αναπόσπαστο μέρος του καπιταλιστικού χρήματος είναι πάντα μια αλλοτριωμένη εμπιστοσύνη. Να μην ξεχνάμε ότι ο Ζίμελ, παρ’ ότι βαθιά επικριτικός απέναντι στο μαρξισμό, ήταν στενός συνεργάτης του Γκέοργκ Λούκατς (Georg Lukacs):17 η εμπιστοσύνη είναι μια ψευδής συνείδηση!

Οι κατηγορίες της κοινωνικής εξουσίας και της εμπιστοσύνης σ’ αυτούς τους τομείς είναι πιθανώς κατά βάση απλές. Όμως, η μορφή της κοινωνικής εξουσίας και της εμπιστοσύνης είναι πάντα διαφορετική στις διάφορες «κοινότητες». Κατά συνέπεια, οι θεωρίες που εστιάζονται σ’ αυτές τις διαστάσεις του καπιταλιστικού χρήματος επιδέχονται πάντα την κριτική ότι συγχέουν εξουσία και εμπιστοσύνη στις διάφορες «κοινότητες». Το δικό μας άμεσο ενδιαφέρον είναι στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό-καπιταλιστικό χρήμα πέραν του εθνικού κράτους, ωστόσο είναι χρήσιμο να δούμε προηγουμένως και εν συντομία μια διαφορετική όψη αυτής της συζήτησης: το χρήμα σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα.

Η συμβολή στο διάλογο της Ζέλιζερ (Zelizer)18 έγινε πασίγνωστη για την ευθεία πρόκληση απέναντι στους μαρξιστές και όσους άλλους υπογράμμιζαν την καπιταλιστική φύση του χρήματος. Οι κοινωνιολογικές της μελέτες για το χρήμα σε διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα απέδειξαν ότι αυτό παίζει διαφορετικούς ρόλους στα διάφορα περιβάλλοντα: το χρήμα είναι κοινωνικά γειωμένο. Δεν μπορεί να υπάρξει κάποια θεωρία του «εν γένει χρήματος». Μπορεί να υπάρξει μόνο μια θεωρία των «πολλαπλών χρημάτων».

Μάλιστα, αυτή είναι μια κριτική που επεδίωξε να αμφισβητήσει ο Λαπαβίτσας, έτσι ώστε να επαναβεβαιώσει τη νομιμότητα μιας μαρξιστικής θεωρίας του χρήματος.19 Οι Φάιν και Λαπαβίτσας υποστηρίζουν ότι:

«Για τη Ζέλιζερ, το χρήμα συνδέεται με κοινωνικούς παράγοντες και συνήθειες, έτσι λοιπόν είναι εκ φύσεως ετερογενές. Υποστηρίζουμε αντιθέτως ότι, ακριβώς επειδή έχει μια ομοιογενή όψη, το χρήμα είναι σε θέση να εκφράζει ασταθώς μια ποικιλία κοινωνικών σχέσεων.

Η άποψή μας […] είναι ότι η αφηρημένη εργασία προσφέρει την κοινή διάσταση των εμπορευμάτων, όμως οι διάφορες συγκεκριμένες εργασίες καθίστανται συστηματικά σύμμετρες μόνο υπό ειδικές κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, αυτές του καπιταλισμού».20


Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι προβλέψιμο: το χρήμα, ως η καθολικά ισοδύναμη μορφή της αξίας προσφέρει τα μέσα για τη συμμετροποίηση της ενυπόστατης αφηρημένης εργασίας που είναι ενσωματωμένη στη μορφή της συγκεκριμένης εργασίας.

Τώρα, στο σημείο αυτό πολλοί αναγνώστες θα ήθελαν ίσως να αμφισβητήσουν την προσφυγή των Φάιν και Λαπαβίτσα στη διχοτομία μορφής και ουσίας.21

Θα μείνουμε με την απάντηση των Φάιν και Λαπαβίτσα όπως αυτή διατυπώνεται, και θα εστιάσουμε σε μια απλή συνέπεια. Πρόκειται για το ότι η «ουσία» την οποία υποδεικνύουν είναι μια ουσία που συναντάμε όχι στην περιοχή της εμπιστοσύνης ή της κοινωνικής εξουσίας, όπου ο Λαπαβίτσας θεμελίωσε την κοινωνική θεωρία του καπιταλιστικού χρήματος, αλλά στην περιοχή των εμπορευματικών σχέσεων.

Από μια μαρξιστική οπτική, μέχρις εδώ δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό, όμως οι Λαπαβίτσας και Φάιν φαίνεται να είναι στριμωγμένοι στη γωνία, γιατί η εστίαση στην εμπιστοσύνη και την οικονομική εξουσία δεν μπορούν να συμφιλιωθούν άμεσα με μια αφηρημένη εργασιακή θεωρία του χρήματος. Ο Ζίμελ, ο οποίος εστίασε στο ζήτημα της εμπιστοσύνης και του ενοποιητικού, συνδετικού κοινωνικού ρόλου του χρήματος, αντιτάχθηκε σαφώς σ’ αυτή την κατεύθυνση ανάλυσης που πρότειναν οι Φάιν και Λαπαβίτσας: οικονομική εξουσία και εμπιστοσύνη είναι έννοιες που παραπέμπουν σε μια καθαρά κοινωνιολογική ερμηνεία του χρήματος.22 Η οικονομική εξουσία και η εμπιστοσύνη μας βοηθούν να εξηγήσουμε την εξέλιξη του χρήματος, όχι τον διακριτά καπιταλιστικό του ρόλο. Μάλιστα, ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber) βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά όταν ασκούσε κριτική στον Ζίμελ για το ότι δεν μπορούσε να κάνει τη διάκριση μεταξύ «χρηματικής οικονομίας» και «καπιταλισμού».23

Το πρόβλημα είναι ότι μια μαρξιστική θεωρία του χρήματος-εν-γένει, όταν επικαλείται την κοινωνική εξουσία του χρήματος και την εμπιστοσύνη, υιοθετεί α-ιστορικές γενικές θεωρίες της εξουσίας και της εμπιστοσύνης, και το γεγονός αυτό αρνείται, ή τουλάχιστον αποκλείει, ακριβώς την καπιταλιστική φύση του χρήματος στον καπιταλισμό.

Πέραν αυτού, ο Ίνγκχαμ έχει δίκιο: όταν οι Λαπαβίτσας και Φάιν επικαλούνται μια γενική θεωρία του χρήματος μέσω της αφηρημένης εργασίας, κινούνται άμεσα προς μια εμπορευματική θεωρία του χρήματος, γιατί μόνο το εμπορευματικό χρήμα μπορεί να στοιχειοθετηθεί με όρους μιας καθολικής ισοδύναμης μορφής της αξίας.24 Ωστόσο, μόνο λίγοι μαρξιστές, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι Φάιν και Λαπαβίτσας,25 επιλέγουν να ακολουθήσουν το μονοπάτι [σ.τ.μ.: της ανάλυσης] του εμπορευματικού χρήματος προκειμένου να εξηγήσουν το σύγχρονο χρήμα-εν-γένει.26

Όμως, για μια μαρξιστική γενική θεωρία του χρήματος, αυτό το μονοπάτι είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε και όλες οι μαρξιστικές αναλύσεις της αξίας πρέπει να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα του εμπορευματικού χρήματος. Ποια είναι λοιπόν η συσχέτιση μεταξύ του χρήματος ως εμπορεύματος και μιας θεωρίας του χρήματος-εν-γένει; Ο Λαπαβίτσας προσπάθησε να συμφιλιώσει τη στήριξη σε μια θεωρία του εμπορευματικού χρήματος με την εμφανή σύγχρονη κυριαρχία του «άνευ αξίας» (χάρτινου και πιστωτικού) χρήματος. Το επιχείρημα, κατά βάση, είναι ότι το χρήμα ως εμπόρευμα είναι η «θεμελιώδης», «στοιχειακή» μορφή του χρήματος, όμως, «κατά την επιτέλεση των λειτουργιών του, αναπτύσσεται σε πιο αναπτυγμένες και τυπικά άνευ αξίας μορφές χρήματος».27 Το πρόβλημα εδώ είναι ότι, για τον Λαπαβίτσα, το «άνευ αξίας» χρήμα μπορεί να θεωρηθεί πως προέρχεται από το χρήμα ως εμπόρευμα, όμως, ταυτόχρονα, αφήνει κατά μέρος το χρήμα ως εμπόρευμα, όταν δηλώνεται ότι το σύγχρονο, «άνευ αξίας» χρήμα παύει να είναι σταθερά προσδεμένο με το χρήμα ως εμπόρευμα. Επομένως, το χρήμα ως εμπόρευμα είναι απλώς κομμάτι της ιστορίας, και κατά τον Λαπαβίτσα θα παρέμενε η λογική της εξέλιξης της πίστης και του χάρτινου χρήματος. Ωστόσο, και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο, το χρήμα ως εμπόρευμα δεν μας προσφέρει κάποια πρόσβαση στον τρόπο λειτουργίας του σύγχρονου χρήματος, αλλά το αντίθετο: καθώς προχωρεί η συσσώρευση, το χρήμα ως εμπόρευμα υποχωρεί. Ο Φάιν σε ένα πρόσφατο κείμενο πασχίζει να εξηγήσει τη σύγχρονη σύνδεση με το χρήμα ως εμπόρευμα:


«Η μαρξική θεωρία του χρήματος βασίζεται εν μέρει στην ιδέα ότι το χρήμα ως εμπόρευμα αντικαθίσταται από σύμβολα του χρήματος και επομένως, έμμεσα, σύμβολα αξίας – παρ’ όλο που η επικύρωση αυτών των συμβόλων απαιτεί σε τελική ανάλυση την παρέμβαση του κράτους. Παραδόξως, αυτή ακριβώς η μετατόπιση, στην πλέον σύγχρονη μορφή της, όπου οι λειτουργίες του χρήματος ως εμπορεύματος ή του χρυσού περιορίζονται, λίγο ως πολύ, στα αποθέματα των κεντρικών τραπεζών, οδηγεί πολλούς να απορρίψουν τη μαρξική θεωρία του χρήματος, ενώ αρχικά την είχαν υιοθετήσει. Πώς μπορεί να είναι έγκυρη μια θεωρία του χρήματος ως εμπορεύματος, βασισμένη στη θεωρία της αξίας, όταν το χρήμα ως εμπόρευμα δεν είναι πλέον σε χρήση. Ως αποστομωτική απάντηση μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μαρξική θεωρία του χρήματος εμπεριέχει τον εκτοπισμό του εμπορευματικού χρήματος. Το πώς συμβαίνει αυτό θα πρέπει να διερευνηθεί σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο, προχωρώντας πέρα από την απλή συμβολική κυκλοφορία των αξιών ως εμπορευμάτων, έτσι ώστε να συλλάβουμε τη συμβολική, και κάποιες φορές πλασματική, κυκλοφορία της υπεραξίας. Ωστόσο, αυτό ήταν αναμενόμενο, καίτοι στηρίζεται στο συνυπολογισμό των χαρακτηριστικών του σημερινού εξελισσόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος που κινείται μέσα στα όρια του συστήματος παραγωγής, από την κερδοφορία του οποίου εξαρτάται, όσο και αν θα επιθυμούσε να ήταν τα πράγματα διαφορετικά».28

Διαβάζοντας αυτού του είδους τις προτάσεις αισθανόμαστε κάποια αμηχανία. Πρόκειται για μια συνεκτική περιγραφή της παρούσας κατάστασης της μαρξιστικής θεωρίας σε σχέση με το χρήμα, η οποία όμως δεν καταφέρνει τελικά να συνδέσει το χρήμα με την αφηρημένη εργασία. Το κεφάλαιο 1 του 1ου τόμου του Κεφαλαίου δεν λειτουργεί αν το χρήμα είναι απλώς ένα σύμβολο, και ωστόσο κανένας μαρξιστής δεν θα ήταν πρόθυμος να υποστηρίξει ότι τα ζητήματα του κεφαλαίου 1 «μετατοπίστηκαν» από τις ιστορικές εξελίξεις στους κόλπους του καπιταλισμού. Πέραν αυτού, ποιο είναι το αναλυτικό μονοπάτι που από τα «σύμβολα» μας οδηγεί πίσω στον εργάσιμο χρόνο; Όπως βλέπουμε από την κριτική που άσκησε η Ζέλιζερ στους Φάιν και Λαπαβίτσα, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στη μορφή του χρήματος να παίζει κάποιο ρόλο, γιατί, αν αυτό συμβεί, δεν υπάρχει μονοπάτι που να μας οδηγεί από τις ιδιαίτερες μορφές πίσω στην ουσία – εκτός από την ατεκμηρίωτη απόφανση. Επιπλέον, το κράτος παρεισέφρησε αθόρυβα, χωρίς να έχει αναγγελθεί, στις θέσεις του Φάιν ως ο επικυρωτής των μορφών με τις οποίες παρουσιάζεται το εμπορευματικό χρήμα – μια θέση που από μόνη της ανοίγει περισσότερα ζητήματα απ’ όσα επιλύει.

Ισχυριζόμαστε ότι οι μαρξιστές δεν θα έπρεπε να έχουν μια τόσο αμυντική στάση σχετικά με το χρήμα ως εμπόρευμα. Δίνεται η εντύπωση ότι οποιαδήποτε σύγχρονη αναφορά στο χρήμα ως εμπόρευμα καταδικάζει το μαρξισμό σε θεωρία για τον 19ο αιώνα, μη εφαρμόσιμη στο σήμερα. Το σημείο αυτό τονίζεται περισσότερο ωμά από τον Ίνγκχαμ,29 ο οποίος υποστηρίζει ότι η «έμφαση στην παραγωγή εμπορευμάτων αδυνατεί να συλλάβει τη σχετική αυτονομία της ανάπτυξης των μέσων και των αντίστοιχων κοινωνικών σχέσεων του σύγχρονου τραπεζικού και κρατικού πιστωτικού χρήματος». Αντίστοιχα με τη γλωσσολογική στροφή που χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τη στροφή στη φιλοσοφία, διακρίνουμε στην ανάλυση του Ίνγκχαμ αυτό που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «χρηματική στροφή» («monetary turn»).

Το πρόβλημα είναι ότι οι μαρξιστές, αλλά και οι περισσότεροι επικριτές του μαρξισμού, κατέληξαν να εξισώνουν το χρήμα ως εμπόρευμα απλώς με το χρυσό. Η κριτική του Ίνγκχαμ στους Φάιν και Λαπαβίτσα (και στη μαρξιστική θεωρία του χρήματος γενικά) κατατείνει ευθέως σ’ αυτή την άποψη.30 Μετά την απόρριψη της μαρξιστικής θεωρίας του χρήματος, ο Ίνγκχαμ επικαλείται μια θέση του Μαρξ που παραθέτουν οι Φάιν και Λαπαβίτσας: «“Σ’ όλη την έκταση αυτού του έργου”, ο Μαρξ μας λέει στην πρώτη αράδα του κεφαλαίου 3 του 1ου Τόμου του Κεφαλαίου, “δέχομαι ότι ο χρυσός είναι το χρηματικό εμπόρευμα”».31

Πράγματι, ο Μαρξ υιοθετούσε αυτή την παραδοχή στο Κεφάλαιο (παρ’ όλο που σε άλλα έργα περιέγραφε την ιδεολογία του μεταλλισμού ως δεισιδαιμονία) και, όπως σημειώνει ο Ίνγκχαμ, αυτή ήταν η γενική σύμβαση της εποχής. Και ήταν η γενική σύμβαση γιατί εκείνη την εποχή ο χρυσός ήταν η βάση του χρήματος και είχε μια αξία αναγόμενη στον κοινωνικά αναγκαίο εργάσιμο χρόνο. Ωστόσο, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να θεωρήσουμε το χρυσό τη θεωρητική εμπορευματική βάση του καπιταλιστικού χρήματος: ήταν απλώς το συγκεκριμένο εμπορευματικό χρήμα του 19ου αιώνα. Ούτε θα πρέπει να αναζητούμε σήμερα κατ’ ανάγκην μια εμπορευματική χρηματική μονάδα που θα ήταν «σαν» το χρυσό – ίσως μάλιστα το χρηματικό εμπόρευμα να μην είναι διόλου κάποιο υλικό εμπόρευμα!

Οι διαισθήσεις του Μαρξ σχετικά με το χρήμα ήταν μάλλον περισσότερο οξυδερκείς από την ανάλυσή του. Η διαίσθησή του ήταν ότι το χρήμα έπρεπε να έχει χαρακτηριστικά εμπορεύματος, έπρεπε, όμως, ταυτόχρονα να αποτελεί αφαίρεση των χαρακτηριστικών του όποιου συγκεκριμένου εμπορεύματος. Το πρόβλημα του χρυσού ήταν ότι είναι πράγματι ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα ανάμεσα σε τόσα άλλα, παρότι μπορούσε επί ένα πολύ μεγάλο διάστημα να «αναδιπλασιάζεται» ως το ειδικό χρηματικό εμπόρευμα.

Πέραν αυτού, και για να επιστρέψουμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε, ο χρυσός δεν αποτέλεσε ποτέ κάποιο ειδικά καπιταλιστικό χρήμα – ήταν προ-καπιταλιστικό, ήταν ακόμή και νόμισμα της Αρχαιότητας, που απέκτησε (χυτεύτηκε σε) έναν καινούργιο ρόλο. Και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού, έμεινε αδρανής σε τραπεζικά θησαυροφυλάκια, ενώ εκπροσωπούνταν σχεδόν σε όλες τις χρηματικές λειτουργίες από τραπεζογραμμάτια. Δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο σε συνθήκες καπιταλισμού από το να έχουμε αφηρημένη εργασία που παραμένει αδρανής έτσι ώστε η μορφή της (ο χρυσός) να μπορεί να παίζει συμβολικά το ρόλο της ισοδύναμης μορφής της αξίας. Ένα τυπικά καπιταλιστικό χρηματικό εμπόρευμα θα ήταν ένα ζωντανό τμήμα της συσσώρευσης και όχι μια κατεψυγμένη, εν υπνώσει εργασιακή numeraire (λογιστική μονάδα)!

Σύμφωνα με μια εναλλακτική οπτική, οι μαρξιστές δεν θα έπρεπε να αποφύγουν τόσο εύκολα όλ’ αυτά που συνεπάγεται το εμπορευματικό χρήμα, αλλά να προσπαθήσουν να ανακατασκευάσουν το εμπορευματικό χρήμα σε μια μορφή καταλληλότερη για τον καπιταλιστικό του ρόλο. Το πρόβλημα, που φαίνεται τόσο καθαρά στο απόσπασμα του Φάιν που παραθέσαμε προηγουμένως, είναι ότι αν αρχίσουμε με μια έννοια του χρήματος με εθνικά χαρακτηριστικά, παρεμβαίνει αυτόματα ο ρόλος του κράτους στην παροχή και την εγγύηση του συμβολικού χρήματος και η ανάλυση απομακρύνεται από τις (νέες) αντιλήψεις περί εμπορευματικού χρήματος. Για το λόγο αυτόν, προτιμούμε να μετατοπίσουμε την ανάλυση στο επίπεδο των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών σχέσεων, όπου το εθνικό κράτος δεν μπορεί να αναλάβει το ρόλο του από μηχανής θεού, στον αγώνα του μαρξισμού να συλλάβει το καθεστώς του εμπορευματικού χρήματος.


3. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική σφαίρα 

Στο σημείο αυτό ζητάμε από τους αναγνώστες να κρατήσουν στη μνήμη τους το ζήτημα ότι είναι αναγκαίο να επανεξετάσουμε την έννοια του εμπορευματικού χρήματος, καθότι θα επανέλθουμε σ’ αυτό το ζήτημα σύντομα. Στρεφόμαστε τώρα σ’ ένα παράλληλο, αν και στενότερο ζήτημα: τα θεμέλια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Ενώ η Ζέλιζερ υπογράμμισε την κοινωνική θεμελίωση του χρήματος υπό μια ανθρωπολογική/κοινωνιολογική σκοπιά, μπορούμε να θέσουμε το ίδιο ερώτημα στο πλαίσιο των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών σχέσεων. Η παραλληλία έγκειται στο ότι μιλάμε για παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και για παγκοσμιοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές, χωρίς, όμως, να υπάρχει κάποιο παγκόσμιο κράτος ή μια παγκόσμια λογιστική μονάδα (παγκόσμιο νόμισμα). Υπάρχουν απλώς εθνικές λογιστικές μονάδες που κυκλοφορούν διεθνώς. Έτσι λοιπόν το παράλληλο ερώτημα είναι: Ποια είναι η ουσία του παγκόσμιου χρήματος-εν-γένει;

Πριν προχωρήσουμε στην απάντηση του ερωτήματος αυτού, πρέπει να σημειώσουμε ότι τα ζητήματα της κοινοτικής εμπιστοσύνης και της κοινωνικής εξουσίας ως μέσων για τον ορισμό του καπιταλιστικού χρήματος φαίνονται λιγότερο ισχυρά σ’ αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο απ’ ό,τι στο (προηγουμένως σιωπηρά αποδεκτό) πλαίσιο της κλειστής κοινότητας.

Η ερμηνεία του χρήματος ως κοινωνικής εξουσίας εξακολουθεί να «λειτουργεί» σε παγκόσμια κλίμακα με τα χαρακτηριστικά που της αποδίδει ο Λαπαβίτσας, τουλάχιστον ως περιγραφή των σχέσεων μεταξύ πλουσίων και φτωχών, παρότι (φαινομενικά) οι τυχαίες μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες προσδίδουν στην εξίσωση ενός χρηματικού ποσού με την εξουσία μια αυθαίρετη διάσταση.32

Ωστόσο, τα ζητήματα της εμπιστοσύνης είναι πολύ δυσκολότερο να ερμηνευτούν στο παγκόσμιο πλαίσιο. Το πρόβλημα της εμπιστοσύνης τίθεται συμβατικά σε μια κλειστή οικονομία με κρατικά εκδιδόμενο χρήμα, όπου το θεσμοποιημένο χρηματικό σύστημα ρυθμίζεται συνετά από το εθνικό κράτος και από το δίκαιο των συμβάσεων που εφαρμόζεται στο πλαίσιο μιας ενιαίας ή ενοποιημένης δικαιοσύνης.33 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι η εμπιστοσύνη παίζει πράγματι το ρόλο που της αποδίδει ο Λαπαβίτσας.

Όταν, όμως, αφήσουμε το ιδεατό σύστημα του εθνικού νομίσματος και εξετάσουμε τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές σχέσεις, η ερμηνεία του ζητήματος της εμπιστοσύνης δυσκολεύει περισσότερο. Το οποιοδήποτε εθνικό κράτος ή ακόμη και ένας συνεταιρισμός εθνικών κρατών δεν μπορεί να εγγυηθεί ένα παγκόσμιο νόμισμα, παρά μόνον αν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι σταθερές και προκαθορισμένες – η μεταβλητότητα των ισοτιμιών σημαίνει ότι η ισοδυναμία μεταξύ δύο οποιωνδήποτε χρηματικών μονάδων και των «πραγματικών» αγαθών και υπηρεσιών είναι αβέβαιη. Πέραν αυτού, το ίδιο το χρηματικό σύστημα υπόκειται σε (εθνικά) εξωγενείς κραδασμούς και η συνετή εποπτεία των εξωεθνικών λειτουργιών των «τοπικών» χρηματοπιστωτικών θεσμών είναι αμφίβολη και ασφαλώς όχι σαφής στο πλαίσιο της νομοθεσίας του κράτους στο οποίο ανήκει ο συγκεκριμένος θεσμός. Η εμπιστοσύνη γίνεται πιο σύνθετη και δυνητικά αποσυνδέεται από το κράτος. Το κατά πόσο το εθνικό κράτος (ή η κεντρική του τράπεζα) θα παίξει το ρόλο του δανειστή σε έσχατη περίπτωση αναφορικά με κάποιο θεσμό που περιπίπτει σε κρίση στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς –είτε αυτός είναι η Long Term Capital Management, είτε είναι η Barings ή η Enron – είναι μια συγκυριακή πολιτική απόφαση.

Ο Ίνγκχαμ επεσήμανε αυτό το σημείο υποστηρίζοντας πως «φαίνεται ότι εδώ δεν υπάρχει μια αρκετά καθαρή διάκριση μεταξύ κρατικής εξουσίας και εξουσίας της αγοράς στην παραγωγή και διαχείριση του παγκόσμιου χρήματος».34 Ακόμη, o Ίνγκχαμ, και σε συμφωνία με τον Βέμπερ, υποστηρίζει ότι οι αγορές έχουν τη σταθερή τάση να δημιουργούν «ανεπίσημο» ή παραχρήμα, ιδίως στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, πέρα από τη σφαίρα του κρατικού χρήματος, το ζήτημα της βάσης μιας γενικής θεωρίας του χρήματος παραμένει ανεπίλυτο. Ενώ ο Ίνγκχαμ εμφατικά απορρίπτει το (χρυσό) χρηματικό εμπόρευμα του Μαρξ υπέρ του μετακεϋνσιανού κρατικού χρήματος, η παγκόσμια κλίμακα παρουσιάζει ένα σοβαρό πρόβλημα.

Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο του μάλλον διαφορετικού νομισματικού συστήματος, όπου το χρήμα δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω της αναφοράς στο κράτος – όπου οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι ευμετάβλητες και ανεξήγητες,35 και πέραν της ρυθμιστικής ικανότητας του κράτους, ήρθαν στο προσκήνιο τα παράγωγα, ιδίως τα swaps επιτοκίου και διασυναλλαγματικού επιτοκίου.

Τα παράγωγα προσφέρουν σε παγκόσμια κλίμακα αυτό που δεν μπορεί να προσφέρει το χάρτινο χρήμα του εθνικού κράτους: εξασφαλίζουν έναν βαθμό εγγύησης στις σχετικές αξίες διαφορετικών χρηματικών μονάδων.36 Οι αγορές και τα προϊόντα παραγώγων αναδύθηκαν ξεφεύγοντας από τη σχετική απουσία ενδιαφέροντος που γνώριζαν κατά τη δεκαετία του 1970 ακριβώς εξαιτίας της απώλειας εμπιστοσύνης στην παγκόσμια σταθερότητα των νομισματικών μονάδων που ακολούθησε το τέλος του συστήματος Bretton Woods σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και των σφικτών εθνικών ελέγχων επί των κεφαλαίων. Με τους ψηλούς ρυθμούς μετατροπής κεφαλαίων από ένα νόμισμα σε άλλο και τις ευμετάβλητες συναλλαγματικές ισοτιμίες, η αξία του χρήματος ήταν αβέβαιη από το ένα εθνικό νόμισμα στο άλλο. Οι διεθνείς πιστωτικές αγορές δεν μπορούσαν να εγγυηθούν τα πραγματικά κόστη των δανειοληπτών ή τις αποδόσεις των πιστωτών και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, μεμονωμένα αλλά και σε συνδυασμό, δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν αυτή την κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, όπου απουσίαζαν τα υλικά θεμέλια της εμπιστοσύνης, τα παράγωγα προσέφεραν διευκολύνσεις φραγής κινδύνου (hedging), καθώς είχαν τη δυνατότητα να μειώσουν το κόστος για τους μεμονωμένους καπιταλιστές, το οποίο προέκυπτε από τη μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μ’ αυτό τον τρόπο, δεν δημιουργούσαν εμπιστοσύνη στις αξίες των εθνικών νομισμάτων, ωστόσο εξουδετέρωναν την απώλεια εμπιστοσύνης. Οι τυπικές συμβάσεις εγγυούνταν (για μια ορισμένη τιμή) την αξία του χρήματος κατά έναν τρόπο ανέφικτο για τις άμεσες (spot) ξένες αγορές συναλλάγματος και τις ρυθμίσεις των κεντρικών τραπεζών.

Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι το τέλος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και η αυξημένη μεταβλητότητα των ισοτιμιών αποτέλεσαν απλώς τον άμεσο καταλύτη για την ανάπτυξη των παραγώγων κατά τη δεκαετία του 1980 και ότι από την εποχή εκείνη ανέπτυξαν μια πολύ ευρύτερη και διάχυτη παρουσία σ’ όλες τις χρηματοπιστωτικές αγορές κεφαλαίων. Έτσι λοιπόν είναι σημαντικό να μην υπερβάλλουμε το ζήτημα αυτών των αγορών ως απάντηση σε κάποια κρίση «εμπιστοσύνης» (δηλαδή ως απάντηση σε μια κρίση αστάθειας), διότι τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα, μιλώντας γενικότερα, δεν καθορίζονται μ’ αυτό τον τρόπο.

Στο σημείο αυτό γίνεται εμφανής μια ειρωνεία για τους επικεντρωμένους στο κράτος θεωρητικούς μας. Η έκδοση και η εμπορία παραγώγων έπρεπε να εδράζονται σε έναν χώρο πέραν της εθνικής ρύθμισης – η ικανότητά τους να αντισταθμίζουν, όπως συνέβη, την απώλεια εμπιστοσύνης στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα λογικά απαιτούσε να ορίζεται η ύπαρξή τους έξω από τα εθνικά κράτη. Ωστόσο, στις αγορές αυτές, τα ζητήματα εφαρμογής του δικαίου των συμβάσεων, συχνά μεταξύ αμοιβαία άγνωστων μερών, καθίσταται νομικό ναρκοπέδιο. Η αδυναμία ενός συμβαλλομένου να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις σ’ αυτή την έντονα επεκτεινόμενη αγορά αποτελεί πάντα ένα ενδεχόμενο, όμως το ζήτημα της νομοθεσίας υπό την οποία θα εφαρμοστεί ο νόμος των συμβάσεων αποτελεί ένα αμφισβητούμενο σημείο – η χώρα του εκδότη, του αντισυμβαλλομένου, του τόπου όπου έγινε η διαπραγμάτευση της συναλλαγής ή η υπογραφή της σύμβασης ή, στην περίπτωση των παραγώγων OTC, η χώρα του παρόχου υπηρεσιών; Το ζήτημα της εμπιστοσύνης μετατοπίστηκε από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων εθνικών λογιστικών νομισματικών μονάδων στο ζήτημα της εφαρμοσιμότητας των συμβάσεων: ένα ζήτημα που ισχύει για κάθε είδος συναλλαγής και όχι απλώς για το χρήμα.

Μάλιστα, σε παγκόσμιο περιβάλλον, τα ζητήματα εμπιστοσύνης σε σχέση με το χρήμα και τις χρηματοπιστωτικές σχέσεις αρχίζουν να φαίνονται διαφορετικά, γιατί δεν υφίσταται καθαρή συσχέτιση μεταξύ εμπιστοσύνης, εθνικού κράτους, εθνικής επικράτειας και χρήματος. Αν θα έπρεπε να συσχετίσουμε το ζήτημα της «εμπιστοσύνης» με τις αγορές παραγώγων, θα παρατηρούσαμε ότι δεν υπάρχει λιγότερη κριτική για τα παράγωγα απ’ όση υπάρχει για το επίσημο χάρτινο χρήμα, γιατί και στις δύο περιπτώσεις η αξία της χρηματικής μονάδας δεν εκτιμάται ανάλογα με το χρόνο της ενσωματωμένης εργασίας. Ωστόσο, σε αντίθεση με το χάρτινο χρήμα, η εμπιστοσύνη στα παράγωγα δεν ανάγεται στα εθνικά κράτη ούτε στις εθνικά εννοούμενες κοινότητες. Η μείζων πηγή «ρύθμισης» των παραγώγων, που εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις συμβάσεις, είναι τώρα ο οργανισμός του κλάδου συναλλαγών παραγώγων: η Διεθνής Ένωση Swaps και Παραγώγων (International Swaps and Derivatives Association: ISDA), τα μέλη της οποίας συγκεντρώνουν περί το 80% όλων των συναλλαγών συμβολαίων παραγώγων. Η ISDA απαιτεί από τα μέλη της να προσχωρήσουν στη Βασική Συμφωνία (Master Agreement) για την εφαρμογή των συμβάσεων,37 και η Συμφωνία αυτή εξασφαλίζει την «εμπιστοσύνη» στις συμβάσεις παραγώγων αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι τα εθνικά κράτη ή τα διεθνή δικαστήρια. Δεν πρόκειται για εμπιστοσύνη βασισμένη στα έθνη ή τις κοινοτικές συμβάσεις: πρόκειται για το κεφάλαιο που εμπορευματοποιεί συλλογικά την εμπιστοσύνη! Και, όπως γνωρίζουμε, το κεφάλαιο είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στην αποτυχία και επομένως στη χρηματοπιστωτική κρίση.38


4. Παράγωγα και παγκόσμιο χρήμα

Για να επιστρέψουμε στο κύριο θέμα μας: Ποια είναι η ουσία του παγκόσμιου χρήματος όταν τα λογιστικά χρήματα (monies of account) που συνθέτουν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σφαίρα αποτελούν ένα ευρύ φάσμα εθνικών νομισμάτων και οι αναλογίες μετατροπής μεταξύ τους είναι μεταβλητές, μερικές φορές άστατες, και ασφαλώς πέραν κάποιας τυπικής εξήγησης; Αν η πρόταση των Φάιν και Λαπαβίτσα σχετικά με τη βάση του χρήματος-εν-γένει με όρους αφηρημένης εργασίας φαινόταν αδύναμη στο πλαίσιο μιας απλής κοινότητας (ένα μόνο νόμισμα και μία αξία της εργασιακής δύναμης39 σε ένα και μόνο κράτος), φαίνεται ακόμα πιο τραβηγμένη σ’ αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο.

Στο πλαίσιο αυτό αποκτούν τη σπουδαιότητά τους τα παράγωγα, γιατί παίζουν ρόλο συμμετροποίησης των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, των οποίων οι ισοτιμίες μετατροπής από το ένα νόμισμα στο άλλο (ή, ειδικώς, νομίσματα σε συνδυασμό με καθεστώτα επιτοκίων) δεν θα μπορούσαν να κατοχυρωθούν με άλλο τρόπο.40 Ακόμη, τα παράγωγα αυτά δεν είναι απλώς κλειδωμένα σε απλές μετατροπές, όπως ένα μελλοντικό ή επικείμενο συμβόλαιο το οποίο ορίζει μια δεδομένη ισοτιμία συναλλάγματος για μια συμφωνημένη μελλοντική ημερομηνία (ουσιαστικά, ιδιωτικά καθορισμένες ισοτιμίες συναλλάγματος), αλλά εμπλέκουν πιο πολύπλοκες μετατροπές που έχουν ως αποτέλεσμα να δώσουν σε μια μορφή κεφαλαίου τα χαρακτηριστικά μιας άλλης μορφής, όπως π.χ. ένα ομόλογο σε ιαπωνικά γεν, το επιτόκιο του οποίου προσαρτάται στον χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500. Το ομόλογο αυτό έχει τα χαρακτηριστικά τόσο των ομολόγων όσο και των μετοχών. Εκθέτει τον κάτοχό του στις μεταβολές των αξιών των μετοχών στις ΗΠΑ, χωρίς να τον εκθέτει στις μεταβολές του δολαρίου των ΗΠΑ. Οι δυνατότητες τέτοιου τύπου αναμείξεων μεταξύ περιουσιακών στοιχείων είναι ατελείωτες και, αντίστοιχα, υπάρχουν χιλιάδες διαφορετικά παράγωγα προϊόντα που μπορούν να κατασκευάζονται ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των πελατών.

Το αποτέλεσμα αυτών των συμβολαίων, και το γεγονός ότι οι συναλλαγές τους ξεπερνούν τα 800 δις δολάρια ημερησίως, είναι ότι χρησιμεύουν ευρέως στη συμμετροποίηση όλων των μορφών χρηματοπιστωτικών τίτλων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το συμβόλαιο που μόλις περιγράψαμε αναμειγνύει ομόλογα και μετοχές, υπάρχει, όμως, μια πληθώρα άλλων μετατροπών, οι οποίες αναμειγνύουν, παραδείγματος χάριν, συγκεκριμένα νομίσματα με συγκεκριμένες μετοχές ή νομίσματα με τιμές εμπορευμάτων ή ομόλογα με δείκτες εγχώριων τιμών. Η μείξη είναι πρακτικά απεριόριστη, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο δίκτυο που συνδέει, άμεσα ή έμμεσα, κάθε είδος περιουσιακού στοιχείου σε κάθε τόπο με ένα ολόκληρο φάσμα διαφορετικών τρόπων. Τα συμβόλαια αυτά εξασφαλίζουν τη συνέχεια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, και για τους μεμονωμένους επενδυτές προσφέρουν σταθερότητα στις ισοτιμίες μετατροπής μεταξύ διαφόρων περιουσιακών στοιχείων. Στο πλαίσιο των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών σχέσεων, τα παράγωγα κάνουν αυτό που δεν μπορούν να κάνουν τα εθνικά κράτη: προσφέρουν μια εγγύηση μετατρεψιμότητας στο χρόνο, η οποία καθοδηγείται από την αγορά.

Με όρους χρήματος, τα παράγωγα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές σχέσεις παίζουν το ρόλο που έπαιζε ο χρυσός κατά τον 19ο αιώνα: αγκυρώνουν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ενώ ο χρυσός αποτελούσε ένα σταθερό σημείο αγκύρωσης (όλα τα εθνικά νομίσματα και οι τιμές των εμπορευμάτων όφειλαν να προσαρμόζονται στο χρυσό), τα παράγωγα προσφέρουν ένα πλωτό σημείο αγκύρωσης: ένα εξελισσόμενο, ευέλικτο δίκτυο μετατροπών που συνδέει τις παγκόσμιες αγορές τίτλων.

Η σύγκριση με το χρυσό είναι σημαντική, γιατί θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ότι τα παράγωγα παίζουν τώρα ορισμένες όψεις του ρόλου που έπαιζε στο παρελθόν ο χρυσός: μια παγκοσμίως αναγνωρισμένη υπηρεσία ισοδυναμίας. Ωστόσο, η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η αξία του χρυσού προσδιοριζόταν (τουλάχιστον θεωρητικά) από την κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη εργασία που συνδέεται με την παραγωγή του χρυσού. Τα παράγωγα δεν έχουν αυτό τον απλό δεσμό με την ενσωματωμένη εργασία. Τα 800 δισ. δολάρια που ανταλλάσσονται κάθε μέρα στις αγορές παραγώγων δεν σχετίζονται εμφανώς με την ενσωματωμένη εργασία στην «παραγωγή παραγώγων». Τα 800 δισ. δολάρια απαρτίζονται από το ιδεατό ποσό των χρηματοπιστωτικών χρεογράφων που συνδέονται σε συμβόλαια παραγώγων, ενώ η αξία της εργασίας των παρόχων των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (κυρίως τραπεζών) που συντάσσουν και εκτελούν τα συμβόλαια συμμετέχει κατά ένα ελάχιστο ποσοστό στη συνολική αξία τους.

Μάλιστα, το ελάχιστο αυτό ποσό εργασίας δεν καθιστά τα παράγωγα εμπορευματικό χρήμα, όπως ακριβώς η εργασία στα εθνικά νομισματοκοπεία δεν καθιστά το χάρτινο χρήμα εμπορευματικό χρήμα. Το κρίσιμο θέμα είναι τι «θέτει σε κίνηση» αυτή η εργασία. Τα παράγωγα δεν είναι απλώς κάποια συμβόλαια. Ενσωματώνουν μηχανισμούς συνεχούς επανυπολογισμού, έτσι ώστε η αξία του προαναφερθέντος ομολόγου μας να προσαρμόζεται συνεχώς στις κινήσεις του γεν και του αμερικανικού χρηματιστηριακού δείκτη S&P500. Κάθε τέτοιο συμβόλαιο παραγώγων είναι, από μόνο του, ένα συνεχώς προσαρμοζόμενο στοιχείο στη διαδικασία της χρηματοπιστωτικής συμμετροποίησης (commensuration). Βέβαια, στο βαθμό που τα συμβόλαια παραγώγων «παράγονται», οι ενσωματωμένοι μηχανισμοί υπολογισμού που θέτει σε κίνηση η παραγωγή τους δίνει στα παράγωγα την ικανότητα να συμμετροποιούν διάφορες μορφές, τοποθεσίες και χρονικότητες κεφαλαίου. Είναι επομένως εμπορεύματα που εκτελούν διάφορες χρηματικές λειτουργίες. Αυτή ακριβώς η εμπορευματοποιημένη συμμετροποίηση καθιστά τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα ριζικά διαφορετικά από κάθε άλλο τίτλο, όπως το χάρτινο χρήμα και οι μετοχές.

Το χαρτονόμισμα αντλεί την τιμή του από την πολιτική του αποδοχή στην κυκλοφορία. Πρέπει να υπάρχουν ρητοί και υπολογισμένοι κρατικοί έλεγχοι στην ποσότητα του παραγόμενου (κυκλοφορούντος) χάρτινου χρήματος, γιατί διαφορετικά η ίδια η χρηματική μονάδα υποβιβάζεται μέσω του πληθωρισμού. Όμως δεν συμβαίνει αυτό με τα παράγωγα (και γι’ αυτό τα ζητήματα εμπιστοσύνης είναι τελείως διαφορετικά). Κάθε συμβόλαιο παραγώγων αναφέρεται σε συγκεκριμένα, υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία: οι προαιρετικές προθεσμιακές συναλλαγές (options), τα κοινά συμβόλαια προθεσμιακών συναλλαγών (futures) και τα παράγωγα μετατροπής μεταξύ δύο τίτλων (swaps) πρέπει να διευθετηθούν σύμφωνα με το συγκεκριμένο συμβόλαιο και δεν υπάρχουν παράγωγα που δεν έχουν αντισυμβαλλομένους. Αυτό είναι ενδοφυές στο ρόλο των παραγώγων ως συμμετροποιητών διαφορετικών μερών (μορφών, τοποθεσιών, χρονικοτήτων) κεφαλαίου και εξασφαλίζει μια υλική βάση στην ποσότητα και την αξία των κυκλοφορούντων παραγώγων.

Πώς λοιπόν διαφέρουν τα παράγωγα από τις μετοχές; Ενώ τόσο τα παράγωγα όσο και οι μετοχές θεμελιώνονται στο κεφάλαιο (και υπό μια αναγκαία αλλά όχι και επαρκή έννοια στην εργασία), οι μετοχές δεν είναι χρήμα.41 Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο από νομισματική άποψη είναι ότι κάθε χρηματική λειτουργία των μετοχών είναι σε μεγάλο βαθμό συμπτωματική – μια παράπλευρη συνέπεια της αυξανόμενης ρευστότητας των χρηματιστηριακών αγορών. Το κρίσιμο και διακριτικό γνώρισμα των μετοχών είναι η κατοχή ενός (ιδεατού) τμήματος μιας επιχείρησης και μ’ αυτό τον τρόπο παίζουν έναν ρόλο στην αγορά για τον έλεγχο των επιχειρήσεων. Ακόμη, οι μετοχές είναι άμεσες απαιτήσεις σε μερίσματα, ωστόσο η προσκόλληση στην ιδιοκτησία τις «γειώνει» σ’ ένα συγκεκριμένο και μοναδικό κεφάλαιο, προσδίδοντάς τους μια υλικότητα. Η πώληση ή η αγορά μετοχών αφορά πριν απ’ όλα αλλαγή τίτλων ιδιοκτησίας και όχι τον ορισμό μιας ισοδυναμίας.42 Τα παράγωγα, από την άλλη, δεν σχετίζονται με την ιδιοκτησία κάποιου συγκεκριμένου «τμήματος» κεφαλαίου, καθώς οι συναλλαγές μεταξύ παραγώγων παραμένουν εξ ολοκλήρου στη χρηματική σφαίρα, χωρίς κάποια αναγκαία «μετατροπή» σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία.43

Θα πρέπει πλέον να είναι προφανές γιατί θέλουμε να χαρακτηρίσουμε τα παράγωγα χρήμα και όχι απλώς ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ο λόγος είναι γιατί τα συμβόλαια παραγώγων «θέτουν σε κίνηση» μια υπολογιστική διαδικασία στο πλαίσιο ενός ευρέος φάσματος διαφορετικών μορφών κεφαλαίου, η οποία δημιουργεί γέφυρες και συμφιλιώνει τις διάφορες μορφές κεφαλαίου σε μια ενιαία εμπειρική έννοια κεφαλαίου. Τα παράγωγα, επομένως, μας επιτρέπουν την πρόσβαση στο κεφάλαιο-εν-γένει και το μονοπάτι από την αφηρημένη εργασία στο χρήμα-εν-γένει θα πρέπει να περάσει μέσα από το κεφάλαιο-εν-γένει.44

Βλέπουμε λοιπόν ότι θα πρέπει να υποστηρίξουμε την ιδέα ότι το εμπορευματικό χρήμα ενδέχεται να έχει ένα πολύ διαφορετικό νόημα από εκείνο που αποδόθηκε στο χρυσό. Το εναλλακτικό αυτό εμπορευματικό χρήμα δεν βασίζεται στις πρωτόλειες ιδέες της πολυτιμότητας ούτε στις νεοκλασικές ιδέες της σπανιότητας. Ωστόσο, η εναλλακτική αυτή θέση δεν είναι τόσο προκλητική όσο φαίνεται αρχικά. Στο κάτω κάτω, οι μαρξιστές δεν είναι φυσιοκράτες, διότι αξιολογούν όχι τις φυσικές ιδιότητες του εμπορευματικού χρήματος αλλά την ιδιότητά του να αναπαριστά σαφώς την ισοδυναμία στη βάση της αφηρημένης εργασίας. Η αναπαράσταση αυτή δεν προέρχεται από τη θεώρηση της συγκεκριμένης εργασίας για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος (ιστορικά, ο χρυσός) και την προικοδότησή της με ένα καθολικό νόημα. Ουσιαστικά, η πρόσδεση στο χρυσό δεν είναι πρόσδεση στην αφηρημένη εργασία αλλά στην ιδιαίτερη συγκεκριμένη εργασία, αφού δεν υπάρχουν σαφείς μηχανισμοί συσχέτισης της εργασίας παραγωγής χρυσού με τις άλλες εργασίες. Έτσι, λοιπόν, την εποχή που ίσχυε το Πρότυπο του Χρυσού (Gold Standard), οι συναλλαγές σε χρυσό δεν μπορούσαν ποτέ να γίνονται με βάση το κόστος παραγωγής του.

Αντίθετα, η αναπαράσταση της αφηρημένης εργασίας μπορεί να βρεθεί μόνο στο πλαίσιο του κεφαλαίου-εν-γένει. Οι εταιρικές μετοχές ή τα ομόλογα, μεμονωμένα ή συλλογικά, δεν μπορούν να εκφράσουν το κεφάλαιο-εν-γένει με τον ίδιο τρόπο, γιατί συνδέονται με ένα συγκεκριμένο «κομματάκι» κεφαλαίου. Από την άλλη πλευρά, τα παράγωγα, αν και όχι μεμονωμένα αλλά συλλογικά, συμμετροποιούν ενεργά όλα αυτά τα διαφορετικά «κομματάκια» κεφαλαίου και μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούν μια εμπειρική έννοια του κεφαλαίου-εν-γένει. Με δυο λόγια, τα παράγωγα αναιρούν τη διάκριση μεταξύ «χρήματος» και «κεφαλαίου» αναδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο το χρήμα σε αναπόσπαστο μέρος της καπιταλιστικής συσσώρευσης.


5. Συμπέρασμα

Για να επιστρέψουμε, ακόμη μια φορά, στο στρατηγικό μας σημείο: τα παράγωγα δεν είναι απλώς χρήμα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, είναι χαρακτηριστικά καπιταλιστικό χρήμα, καθώς ενσωματώνουν στην ίδια τη «σχεδίασή» τους τη διαδικασία του ανταγωνισμού και της συσσώρευσης. Σε αντίθεση με το χρυσό, η γενικευμένη χρήση τους στις συναλλαγές δεν θα είχε κανένα νόημα στη φεουδαρχία.

Τα παράγωγα προσφέρουν το κλειδί για μια γενική θεωρία του καπιταλιστικού χρήματος (σε αντιδιαστολή με το χρήμα στον καπιταλισμού ). Βέβαια, κάθε χρήμα δεν είναι παράγωγα, και οι συναλλαγές της καθημερινής ζωής γίνονται σε συμβολικό χρήμα, που προσδιορίζεται σε «τοπικές», κρατικά διαχειριζόμενες λογιστικές μονάδες. Όμως, μια γενική θεωρία του χρήματος θέτει το ερώτημα: Ποια είναι η ουσία που ενοποιεί τα διάφορα τοπικά χρήματα; Η Ζέλιζερ έθεσε αυτό το ερώτημα στο μικροεπίπεδο και απάντησε ότι τα διάφορα χρήματα είναι «διαφορετικά». Με τους Φάιν και Λαπαβίτσα αναγνωρίζουμε ότι έχουμε κοινά σημεία, πιστεύουμε όμως ότι μια γενική θεωρία θα πρέπει να τεκμηριωθεί σε παγκόσμιο και όχι σε εθνικό επίπεδο. Αντίθετα, η εστίαση στην εμπιστοσύνη και στο κρατικό χρήμα είναι στοιχεία για την εξήγηση της εξέλιξης του χρήματος, και η κοινωνική εξουσία αποτελεί λειτουργία του (οποιουδήποτε είδους) χρήματος, όμως κανένα απ’ αυτά δεν αποτελεί ερμηνεία του ίδιου του χρήματος.

Το ερώτημα που τίθεται σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο, όχι όμως και ενοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι το εξής: Πώς διασφαλίζει το ίδιο το κεφάλαιο την ουσία της παγκόσμιας χρηματικής μονάδας; Η απάντηση είναι ότι μετασχηματίζει συνεχώς μέρος του κεφαλαίου σε χρηματοπιστωτικά παράγωγα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κεφάλαιο εγκαταλείπει το κρατικό χρήμα, διότι τα διάφορα κρατικά χρήματα προμηθεύουν τις ποικίλες λογιστικές μονάδες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σφαίρας, αλλά ότι απλώς το φάσμα των κρατικών εγγυήσεων για την ακεραιότητα εκάστου χρήματος δεν επαρκεί. Τα παράγωγα συναρμολογούν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε μια ολοκληρωμένη ενότητα με έναν τρόπο ο οποίος είναι ανέφικτος για το κράτος.

Μπορούμε επομένως να θεωρήσουμε τα παράγωγα ως την έκφραση ενός ιδιαίτερου παγκόσμιου χρήματος, που λειτουργεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο γενικότητας ως προς τα εθνικά νομίσματα. Πέραν αυτού, μπορούμε εδώ να διακρίνουμε ένα μονοπάτι που μας οδηγεί πίσω στο εμπορευματικό χρήμα – όχι απλώς μέσω μιας αναλογίας με το ρόλο που έπαιζε ο χρυσός κατά τον 19ο αιώνα, παρότι υφίστανται στοιχεία αυτού του ρόλου, αλλά και μέσω μιας αντιδιαστολής προς το χρυσό ως επιλεγμένου εμπορευματικού χρήματος. Ο χρυσός, ως εμπορευματικό χρήμα, έμενε εκτός συσσώρευσης. Η παραγωγή του ήταν μέρος της συσσώρευσης, και αυτό του προσέφερε την κρίσιμη ονομαστική (αλλά μόνον ονομαστική) σύνδεση με τον εργάσιμο χρόνο. Πέραν, όμως, αυτού του σημείου, η ενσωματωμένη στο χρυσό εργασία έπαυε να αποτελεί μέρος της συσσώρευσης. Αποκτούσε το καθεστώς μιας θρησκευτικής εικόνας, κλειδωνόταν στο Fort Knox και τα άλλα εθνικά θησαυροφυλάκια – όμως ακόμη κι αυτά εκποιούνται. Από την άλλη πλευρά, τα παράγωγα δεν είναι υλικά εμπορεύματα. Η ενσωματωμένη σ’ αυτά εργασία δεν μπορεί να κλειδωθεί, γιατί είναι «ζωντανή» στο εσωτερικό των ίδιων των παραγώγων μέσω των μετατροπών και της συμμετροποίησης που επιτυγχάνουν αυτά τα παράγωγα. Ο χρυσός ήταν ένα στατικό εμπορευματικό χρήμα – σημείο αναφοράς ως προς το οποίο μπορούσαν να μετρηθούν οι άλλες αξίες. Τα παράγωγα, μέσω της ευελιξίας τους, αποτελούν ένα διαφοροποιημένο, δυναμικό και τυπικά καπιταλιστικό σημείο αναφοράς, καταλληλότερο για τις νέες συνθήκες συσσώρευσης στις οποίες ζούμε σήμερα.