Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Σύμβαση κοινοκτημοσύνης

Οι σύζυγοι μπορούν, πριν από το γάμο ή και κατά τη διάρκεια του, να επιλέγουν με σύμβαση, για τη ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην περιουσιακή τους κατάσταση, αντί για το σύστημα που προβλέπεται από τα άρθρα 1937 και 1400 έως 1402, (σύστημα αυτοτέλειας των περιουσιακών στοιχείων) σύστημα κοινωνίας κατά ίσα μέρη σε περιουσιακά τους στοιχεία χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα τους, του ιδανικού μεριδίου (σύστημα κοινοκτημοσύνης), τηρώντας τις διατάξεις των άρθρων από 1403 μέχρι 1416 . 
H κοινοκτημοσύνη δηλαδή είναι ένα αυτοτελές περιουσιακό σύστημα που μπορεί να επιλεγεί από τους συζύγους για να διέπει την περιουσία που θα αποκτήσουν μετά το γάμο τους σε αντιδιαστολή με το σύστημα της αυτοτέλειας των περιουσιακών τους στοιχείων που ισχύει αν δεν επιλεγεί κατι διαφορετικό.
 Πριν την αναθεώρηση του Α.Κ. το άρθρο 1402 προέβλεπε την δυνατότητα σύναψης γαμικών συμφώνων που δεν αποτελούσε ξεχωριστό σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων, αλλά μια μερικότερη δυνατότητα για ρύθμιση κάποιων περιουσιακών σχέσεων, και αυτά όμως δεν ήταν «δημοφιλή» στην Ελλάδα. 

Οι διατάξεις που θεσπίστηκαν πρώτη φορά με το νόμο 1329/83 και περιλαμβάνονται στα αρθρα 1403 έως 1415 του Α.Κ. επιτρέπουν στους συζύγους που επιλέγουν το σύστημα κοινοκτημοσύνης να ορίζουν στο συστατικό συμβολαιογραφικό έγγραφο με λεπτομέρεια τι θα κάνουν τα αποκτήματά τους από την προσωπική τους εργασία, την εκμετάλλευση ακινήτων, τις αποταμιεύσεις τους γενικώς, ποιος θα διαχειρίζεται την περιουσία αυτή και ποιος θα επωμίζεται τις ανάγκες τις οικονομικές της οικογένειας, τα χρέη που θα δημιουργούνται από την διαχείριση αυτής της περιουσίας, καθώς και πως θα λύεται αυτή η ας πούμε «εταιρία» μεταξύ των συζύγων. 
Ειδικώτερα η σύμβαση της κοινοκτημοσύνης συνάπτεται μεταξύ των μελλονύμφων ή μετά το γάμο οποιαδήποτε στιγμή το αποφασίσουν οι σύζυγοι. 
Αν η σύμβαση γίνει πριν την τέλεση του γάμου δεν θεωρείται νομικά μνηστεία όμως λογικά λειτουργεί έτσι. 

H εγγραφή βέβαια της σύμβασης στο παρακάτω αναφερόμενο βιβλίο θα γίνει μετά την τέλεση του γάμου. H δικαιοπρακτική ικανότητα που απαιτείται είναι η ικανότητα των γενικών διατάξεων του Α.Κ. για δικαιοπραξία αν και όχι η ικανότητα για τέλεση γάμου γιατί οι οικονομικές συνέπειες μια τέτοιας σύμβασης είναι απρόβλεπτες και απαιτείται πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, υπάρχει βέβαια και αντίθετη γνώμη για αυτό. 
H σύμβαση είναι υποσχετική αφού με αυτήν αναλαμβάνουν οι σύζυγοι την υποχρέωση για μεταβίβαση του μισού εξ αδιαιρέτου των περιουσιακών στοιχείων που συμφωνούν να υπάγεται σε αυτήν. 
Στη σύμβαση κοινοκτημοσύνης η υπόσχεση περιλαμβάνει τόσο την υπάρχουσα περιουσία που με την συμφωνία των μερών θα γίνεται «κοινή» όσο και την μελλοντική. 

Σχετικά με τη μελλοντική περιουσία παρατηρείται ότι θεσπίζεται εξαίρεση από το άρθρο 366 του Α.Κ. του ενοχικού δικαίου, αφού είναι έγκυρη η σύμβαση για μελλοντική περιουσία. 
Στη σύμβαση κοινοκτημοσύνης πιθανόν να εμπεριέχεται- συσσωρεύεται και εκποιητική δικαιοπραξία όταν αυτή λειτουργεί και σαν μεταβιβαστική πράξη των περιουσιακών στοιχείων που συμφωνήθηκαν να υπάγονται στην κοινή περιουσία.

 Στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο και η τήρηση του τύπου, αν τα μεταβιβαζόμενα είναι κινητά απαιτείται και παράδοση αυτών, αν είναι ακίνητα ή εταιρικά μερίδια κλπ απαιτείται και υποβολή δηλώσεων μεταβίβασης στην αρμόδια Εφορία και προσάρτηση στο συντασσόμενο συμβόλαιο όλων των σχετικών που απαιτούνται για την σύνταξη ενός τέτοιου συμβολαίου καθώς επίσης χρειάζεται το συμβόλαιο να μεταγραφεί και στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο, πέρα από την καταχώρηση της σύμβασης κοινοκτημοσύνης στο ειδικό δημόσιο βιβλίο. 
Είναι αιτιώδης δικαιοπραξία με αιτία τη δημιουργία κοινοκτημοσύνης, από τη φύση της είναι τέτοια αφού ο κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον άλλο το ένα δεύτερο (ó) εξ αδιαιρέτου από τα περιουσιακά του στοιχεία που συμφωνείται πως θα υπάγονται στην κοινή περιουσία, με αντίστοιχη υποχρέωση και του άλλου.
 Δεν μπορεί να συμφωνηθεί στη σύμβαση κοινοκτημοσύνης ποσοστό συνιδιοκτησίας διαφορετικό από το πενήντα τοις εκατό (50%), μισά-μισά, γιατί συμφωνία άλλου ποσοστού συνιδιοκτησίας των κοινών περιουσιακών στοιχείων θεωρείται ότι καταστρατηγεί τις διατάξεις της ισότητας και κάθε τέτοια συμφωνία καταλήγει σε ακυρότητα της σύμβασης. 
Το περιεχόμενο της σύμβασης καθορίζεται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα όμως με ένα γενικό νομικό πλάισιο που ορίζεται από τον Α.Κ. στα άρθρα από1403 μέχρι 1416. 
Αποκλείεται στη σύμβαση να περιέχεται διάταξη που να παραπέμπει σε έθιμα και παραδόσεις καθώς και σε νόμο που δεν ισχύει (αναβίωση της προίκας) ή σε νόμο αλλοδαπό. 
Με τη σύσταση της σύμβασης και τον καθορισμό της έκτασης της «κοινής περιουσίας» δημιουργείται νομικά μια ενότητα περιουσιακών στοιχείων που ανή- κουν σ αυτήν την «κοινή περιουσία» και ο καθένας από τους δύο συζύγους εξακολουθεί να έχει και την ατομική του περιουσία. 

H σύμβαση κοινοκτημοσύνης απαιτεί δημοσιότητα που λειτουργεί υπέρ των τρίτων. 
Το συστατικό συμβόλαιο καταχωρείται σε ενιαίο για την Ελλάδα ειδικό δημόσιο βιβλίο το οποίο τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών όπου καταχωρούνται τα καταρτιζόμενα σε ολόκληρη την επικράτεια συμβόλαια κοινοκτημοσύνης. 
Τα της οργάνωσης του βιβλίου αυτού ρυθμίζονται από το Π.Δ 411/1989 (ΦΕΚ Α/175-16.6. 1989), διάταγμα που εκδόθηκε έξι χρόνια μετά την ισχύ του νόμου.

 Οι καταχωρήσεις γίνονται με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να τη ζητήσει και ο συντάξας το έγγραφο συμβολαιογράφος αφού κάνει τη σχετική περίληψη και προσκομίσει και την ληξιαρχική πράξη γάμου. 

Στην περίληψη αναγράφονται ο αριθμός του συμβολαίου και το έτος σύστασης, τα στοιχεία του συντάξαντος συμβολαιογράφου, των συμβαλλομένων, τα στοιχεία της ληξιαρχικής πράξης γάμου, καθώς και συνοπτική αλλά πλήρης περιγραφή της έκτασης της κοινοκτημοσύνης, την τυχόν γινόμενη στο συμβόλαιο, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την κοινωνία, ρύθμιση της χρήσης, της κάρπωσης, της διοίκησης και της διάθεσης των κοινών πραγμάτων. 

Τροποποίηση της αρχικής σύμβασης μπορεί να γίνει μόνο με συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο χρήζει εγγραφής στο άνω βιβλίο. 

H έκταση της κοινοκτημοσύνης μπορεί να είναι καθολική, να περιλαμβάνει δηλαδή όλη την ακίνητη περιουσία ανεξάρτητα του χρόνου κτήσης της ή μόνο την αποκτώμενη μετά τον γάμο, αν αυτό συμφωνήσουν τα μέρη. 

Αν δεν υπάρχει πρόβλεψη στη σύμβαση για την έκταση της κοινοκτημοσύνης αυ- τή σύμφωνα με το άρθρο 1405 του Α.Κ. περιλαμβάνει όσα περιουσιακά στοι- χεία αποκτά καθένας σύζυγος από αιτία μη χαριστική κατά τη διάρκεια του γάμου, εκτός από τα εισοδήματα της περιουσίας την οποία είχε πριν το γάμο. 

Δεν περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην κοινή περιουσία ακόμη και αν αποκτήθηκαν από μη χαριστική αιτία 
1) τα περιουσιακά στοιχεία του καθενός από τους συζύγους που προορίζονται για αυστηρά προσωπική χρήση ή για την άσκηση του επαγγέλματός του και τα παραρτήματά τους.
 2) απαιτήσεις των άρθρων 464 και 465 (οι ανεκχώρητες.) 
3) τα δικαιώματα σε προϊόντα διάνοιας. Αν στη σύμβαση όμως προβλέπεται κάτι διαφορετικό ισχύει η συμφωνία, δεν ισχύει το άνω άρθρο, υπάρχει όμως αμφισβήτηση αν θα περιλαμβάνονται στην κοινή περιουσία και στοιχεία που εξαιρούνται, οι εξαιρέσεις που θεσπίζει το άρθρο 1405 του Α.Κ. για τις ανεκχώρητες απαιτήσεις. 
H απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στην κοινοκτημοσύνη είναι περιοριστική και δεν ισχύει στο ελληνικό δίκαιο «τεκμήριο κοινοκτημοσύνης» σύμφωνα με το οποίο κάθε αποκτώμενο πράγμα κινητό ή ακίνητο καθίσταται κοινό εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι ανήκει στην ατομική περιουσία του ενός ή του άλλου συζύγου. 
Σε περίπτωση εκποίησης πράγματος της ατομικής περιουσίας ενός των συζύγων και αγοράς άλλου πράγματος με τα χρήματα της εκποίησης, αυτό θα ανήκει στην ατομική περιουσία του πωλητή συζύγου, έχουμε υποκατάσταση δηλαδή, αλλά αν αυτό αμφισβητηθεί, το βάρος της απόδειξης έχει ο σύζυγος που επικαλείται ότι αποκτήθηκε με χρήματα δικά του. 
H διοίκηση, εκμετάλλευση και διάθεση των κοινών πραγμάτων καθορίζονται με τη σύμβαση, διαφορετικά εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί κοινωνίας του Α.Κ. που εφαρμόζονται σε κάθε κοινό πράγμα της κοινής περιουσίας, Δημιουργούνται έτσι μερικότερες κοινωνίες, όσες και τα περιουσιακά στοιχεία της κοινής περιουσίας. 
H διοίκηση της περιουσίας ανήκει και στους δύο συζύγους που την ασκούν από κοινού εφόσον συμφωνούν, και σε περίπτωση διαφωνίας ορίζεται διαχειριστής από το δικαστήριο, που όμως είναι ο ένας από τους συζύγους. 
Ο ορισθείς διαχειριστής υποχρεούται σε λογοδοσία. 
H διάθεση των κοινών πραγμάτων γίνεται κατά τα συμφωνηθέντα στο συμβόλαιο. H διάθεση του ιδανικού μεριδίου του κάθε συζύγου απαγορεύεται. 
** Το αν ο κάθε σύζυγος μπορεί να επιβαρύνει οικειοθελώς την κοινή περιουσία με εγγραφή υποθήκης αμφισβητείται. 
Υπάρχει η δυνατότητα επίσης, σε περίπτωση που ο άλλος σύζυγος βρίσκεται σε φυσική ή νομική αδυναμία, ή αρνείται να δηλώσει τη βούλησή του και η δικαιοπραξία επιβάλλεται από το οικονομικό συμφέρον της οικογένειας, να προχωρούν αυτές οι δικαιοπραξίες με άδεια του Δικαστηρίου, χωρίς να αναμειγνύονται στις οικογενειακές οικονομικές υποθέσεις πρόσωπα τρίτα πέραν των συζύγων που είναι κύριοι αυτής της περιουσίας (γονείς των συζύγων, αδέλφια και λοιποί που αν όχι συνήθως μερικές φορές δημιουργούν περισσότερα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα.) 
Αρμόδιο δικαστήριο είναι το μονομελές Πρωτοδικείο που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και η άδεια αφορά τις συγκεκριμένες δι- καιοπραξίες για την επιχείρηση των οποίων ζητήθηκε.

                    ΥΠΕΓΓΥΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΉΣ ΠΕΡΙΟΥΣΊΑΣ. 
H κοινή περιουσία είναι υπέγγυα πέρα από τα βάρη με τα οποία βαρύνεται και
 1) για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος μέσα στα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας για τη διαχείριση αυτής της περιουσίας 
2) για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος για τις ανάγκες της οικογένειας 
3) για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνουν και οι δύο σύζυγοι.

 Επίσης ως το μισό της αξίας της είναι υπέγγυα έναντι των ατομικών δανειστών κάθε συζύγου, εφόσον οι ατομικοί δανειστές δεν ικανοποιηθούν από την ατομική του περιουσία και για τις υποχρεώσεις που ανέλαβε αυτός ξεπερνώντας τα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας σε σχέση με την κοινή περιουσία και για ατομικά του χρέη οποτεδήποτε και αν γεννήθηκαν αυτά, έχουμε γιαυτά επικουρική υπεγγυότητα. 
                                 ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΚΤΗΜΟΣΎΝΗΣ. 
H κοινοκτημοσύνη λήγει με τον τρόπο που έχει συμφωνηθεί στο συμβολαιογραφικό έγγραφό της σύστασης της. 
Λήγει αυτοδικαίως με την λύση ή ακύρωση του γάμου, επίσης αν ο ένας σύζυγος κηρυχθεί σε αφάνεια ή πτωχεύσει και η σχετική απόφαση γίνει τελεσίδικη.

 Επίσης ο κάθε σύζυγος μπορεί να ζητήσει τη λήξη της από το δικαστήριο σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης που διήρκεσε τουλάχιστο ένα έτος και συνεχίζεται κατά τη συζήτηση της αγωγής.
 Επίσης αν λόγω κακής κατάστασης της περιουσία του άλλου συζύγου κινδυνεύουν τα συμφέροντα του ενάγοντος. 

Σε κάθε περίπτωση βέβαια που δεν τηρούνται τα συμφωνηθέντα στο συμβόλαιο. 

H απόφαση που διατάσσει τη λύση της ενεργεί αναδρομικά από την ημέρα επίδοσης της αγωγής στον εναγόμενο. 
H λήξη της κοινοκτημοσύνης εκτός από την περίπτωση θανάτου ισχύει έναντι των τρίτων από της εγγραφής στο ειδικό δημόσιο βιβλίο όπου έχει καταχωρηθεί και η σύστασή της. 
Μετά τη λήξη της κοινοκτημοσύνης οι σύζυγοι επανέρχονται από την άποψη της περιουσιακής τους κατάστασης στο σύστημα που προβλέπεται από τά άρθρα 1397 και 1409 έως 1402, αυτοτέλεια περιουσιών, σύζυγοι δύο, περιουσίες δύο ή τέως σύζυγοι και περιουσία «υπό εκκαθά- ριση».
 Οι διατάξεις αυτού του κεφαλαίου (4Ο) Οικ.Δικ. Α.Κ. αν επιλεγούν σαν σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως τύπου του γάμου πολιτικού ή θρησκευτικού.
 Υπάρχουν διατάξεις για τις περιουσιακές σχέσεις των μουσουλμάνων με κάποιες ιδιαιτερότητες. Για τους Ισραηλίτες στην Ελλάδα ισχύει το Ελληνικό δικαίο.