Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Στις 12 από το Α' Νεκροταφείο η κηδεία του Αλ. Κατσαντώνη

Σήμερα στις 12 το μεσημέρι από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών θα γίνει η κηδεία του διακεκριμένου ποινικολόγου Αλέξανδρου Κατσαντώνη. Ο κορυφαίος νομικός απεβίωσε την περασμένη Πέμπτη σε ηλικία 86 έτων. Μετά την κηδεία, η σορός του Αλέξανδρου Κατσαντώνη θα μεταφερθεί σε αποτεφρωτήριο του εξωτερικού. Επιθυμία του Αλέξανδρου Κατσαντώνη ήταν οι στάχτες του να διασκορπιστούν στα βουνά της ορεινής Αρκαδίας, από όπου καταγόταν.

 Μια νότα χιούμορ χρωμάτιζε ενίοτε τη βαθιά ποινική του γνώση, μια χροιά συστολής τρύπωνε πού και πού στην ορμητικότητά του, ένα πηγαίο ενθαρρυντικό χαμόγελο ρηγμάτωνε μερικές φορές την επιστημονική αυστηρότητα και τη δικανική αυτοπεποίθησή του. Δεν τον ένοιαζε.

Ούτε έψαχνε να ερμηνεύσει τα «τι και πώς» που θα έθεταν, ενδεχομένως, σε αμφισβήτηση τον φιλέρευνο χαρακτήρα και το νομικό ταλέντο του. Γιατί ποτέ δεν αισθάνθηκε ευάλωτος. Εκτεθειμένος ναι, παρατηρούμενος σίγουρα, αλλά ποτέ αποξεχασμένος ή ασήμαντος. Μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, ένιωθε άνετα, σχεδόν βολικά με τον κόσμο, και το έδειχνε. Χωρίς να αποσυνδέει ίχνος από τη θυελλώδη δηκτικότητα, τη χειμαρρώδη πλην λιτή ρητορική, την ταχύνοια και την παθιασμένη μαχητικότητά του, γινόταν μεν λιγότερο εμβληματικός, αλλά απείρως πιο ανθρώπινος, τρυφερός και γοητευτικός. Ενας άνθρωπος που φλέρταρε διαρκώς τη ζωή σαν θελκτική γυναίκα. Αυτή τη γεμάτη μικρές απολαύσεις και μεγάλες δοκιμασίες χορτάτη ζωή που εγκατέλειψε στα 86 του χρόνια.

Καταξιωμένους ποινικολόγος, ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης, θρύλος των δικαστηρίων, μετρ της επικοινωνίας και πάνω απ’ όλα ωραίος άνθρωπος, θα λείψει από τους δικούς του και τους φίλους του, αλλά πιο αισθητή θα γίνει η απουσία του από τις αίθουσες των δικαστηρίων. Μισός και πλέον αιώνας παρουσίας στο ακροατήριο του χάρισε αναγνώριση σε μια καριέρα χτισμένη με μεθοδικότητα, υπομονή και τάξη. Και φυσικά του πρόσφερε κύρος μέσα από τους θριάμβους που κατήγαγε, ακόμα και σε άνισες μάχες. Τελευταία του εμφάνιση, στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Στην υπόθεση αυτή παραστάθηκε ως πολιτική αγωγή εκπροσωπώντας την οικογένεια του άτυχου μαθητή που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες του ειδικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα. Κάτι, όμως, το βάρος των χρόνων, κάτι τα καρδιολογικά του προβλήματα τον ανάγκασαν να αποσυρθεί διακριτικά από τη δίκη της Αμφισσας τον Μάρτιο του 2010.

 Εκτοτε χάθηκε από τις δικαστικές αίθουσες και αραίωσε μέχρι εξαφάνισης τις επισκέψεις του στα στέκια πέριξ του Κολωνακίου, όπου διατηρούσε το σπίτι του και το δικηγορικό του γραφείο. Ο ολοζώντανος και θερμός αυτός bon viveur με την εκρηκτική ζωτικότητα, η οποία δεν άφηνε σε κανέναν να μαντέψει την ηλικία του, αισθάνθηκε για πρώτη ίσως φορά το ανυπόφορο χτύπημα μιας ζαρωμένης και εύθραυστης ζωής. Και έχοντας επίγνωση της αδυναμίας του να ανταποδώσει, πέρασε σταδιακά στη σφαίρα του απαρατήρητου, μόνος στο διαμέρισμά του, μακριά από τη σύζυγο και την κόρη του, παρέα με τα δύο πιστά του σκυλιά. Ωστόσο, όλοι αναζήτησαν τον «κύριο καθηγητή». Ετσι, άλλωστε, τον αποκαλούσε ο νομικός κόσμος. Με τον τίτλο του πανεπιστημιακού δασκάλου, που τόσο ο ίδιος απολάμβανε. Ηταν μια προσφώνηση που καταδείκνυε το κύρος και τον σεβασμό που δικαιωματικά είχε κατακτήσει τόσο με τη νομική του κατάρτιση όσο και με την πολυετή θητεία του στη μαχόμενη δικηγορία. Εξάλλου, όταν αγόρευε οι αίθουσες των δικαστηρίων μετατρέπονταν σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, καθώς πολλοί νεότεροι δικηγόροι έσπευδαν να τον ακούσουν για να τον αντιγράψουν αργότερα.
                             
                                  Ακαδημαϊκή καριέρα                                   
Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης δεν ανήκε στην κατηγορία των φιλόδοξων ποινικολόγων που με το πτυχίο στο χέρι κάνουν τα πρώτα δύσκολα χρόνια της εκκίνησης της καριέρας τους αμέτρητες βάρδιες στις φυλακές επιδιώκοντας να «τσιμπήσουν», έστω δωρεάν, τον πρώτο ποινικό «μεγαλοπελάτη» για να αποκτήσουν εμπειρίες και να κάνουν ντόρο. Η δική του προδιάθεση, οι ικανότητες και οι καλές του σπουδές τον οδηγούσαν προς την ακαδημαϊκή καριέρα. Ηδη από το μακρινό 1956 είχε εκπονήσει τη διατριβή του με τίτλο «Η συναίνεσις του παθόντος εν τω ποινικώ δικαίω» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υστερα από δυο-τρεις ακόμα δημοσιεύσεις και μελέτες υπέβαλε την υποψηφιότητά του για υφηγητής Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών το 1964.

Επιλέγεται για το πόστο όταν πλέον η χούντα των συνταγματαρχών έχει καταλύσει το 1967 τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Παρά τα σπουδαία επιστημονικά εφόδια από τις σπουδές του στη Γερμανία, γίνεται από σπόντα καθηγητής στο νεποτιστικό πανεπιστημιακό περιβάλλον της εποχής. Είναι η περίοδος που θα προσγειωθεί άγαρμπα η πολλά υποσχόμενη πανεπιστημιακή του εκτόξευση. Είναι πολιτικά συντηρητικός, αλλά όχι αντιδημοκράτης.

Με την επάνοδο της δημοκρατίας το 1974, εκδιώχθηκε με ποινή διετούς παύσης από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα με απόφαση της ειδικής επιτροπής του υπουργείου Παιδείας κατά τη διάρκεια της λεγόμενης αποχουντοποίησης. Ωστόσο ένας ευφυής επιστήμονας που εκπονεί εκείνη την περίοδο το βιβλίο «Θέματα της φιλοσοφίας του δικαίου», ένας ογκόλιθος γνώσεων και αποδεδειγμένα ανθρωπιστής, δύσκολα θα συγχρωτιζόταν με αγροίκους, καταπιεστικούς αρβυλοφόρους καραβανάδες, λένε ακόμα και σήμερα κάποιοι από εκείνους που διετέλεσαν φοιτητές του. Ενας φοιτητής της Νομικής τότε, στον οποίο η χούντα έκοψε την αναβολή και τον έστειλε φαντάρο, τονίζει σήμερα, ως διακεκριμένος νομικός, τη δημοκρατικότητα, το ήθος και την αλληλεγγύη που έδειχνε ο Κατσαντώνης στους διωχθέντες από τη δικτατορία φοιτητές του. Αντίθετα, όσοι ψευδομαρτύρησαν εναντίον του καταγγέλλοντάς τον ως «ασφαλίτη με τήβεννο» τους εκδίωξε δικαστικά χωρίς μοχθηρία ή μνησικακία, αλλά για να προστατεύσει το κύρος του. Κέρδισε τις δίκες, αλλά δεν εκτέλεσε ποτέ τις αποφάσεις αναλογιζόμενος ότι αν το έπραττε πιθανόν θα κατέστρεφε τις καριέρες τους ως μελλοντικών δικηγόρων.
                                                 
Μαχόμενη δικηγορία και κορυφαίες δίκες
Η απομάκρυνσή του από τη Νομική Σχολή τού ανοίγει νέο πεδίο, αυτό των δικηγορικών κατορθωμάτων. Εχει ήδη γίνει γνωστός από την περιβόητη υπόθεση των σάπιων κρεάτων που εισήγαγαν εγχώριοι μεγαλέμποροι από τη Ροδεσία δωροδοκώντας κατά συρροήν τους αρμόδιους υπαλλήλους, με ιθύνοντα νου του σκανδάλου τον αντισυνταγματάρχη της χούντας Μιχάλη Μπαλόπουλο. Ακολουθούν επί Μεταπολίτευσης οι δίκες της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος», όπου δίνει επικές μάχες υπερασπιζόμενος σθεναρά τον εκδότη της Σάββα Κωνσταντόπουλο. Βαθμιαία καθιερώνεται ως εξέχουσα προσωπικότητα στον στίβο της μαχόμενης δικηγορίας. Δεν αποκηρύσσει ποτέ το παρελθόν του, αλλά ούτε συμφιλιώνεται με την ιδέα ότι τιμωρήθηκε με παύση ως καθηγητής. Επιστημονική του προίκα γίνονται πλέον οι αποφάσεις των δικαστηρίων, έδρα και αμφιθέατρά του οι δικαστικές αίθουσες. Εκεί κατοχυρώνει πια την καταξίωσή του, αν και διατηρεί στην εξώπορτα του γραφείου του την ταμπέλα του καθηγητή. Οταν λήγει η περίοδος της απομάκρυνσής του από την πανεπιστημιακή έδρα και του ζητούν να επανέλθει αρνείται κατηγορηματικά. Και όταν περιπαικτικά τού λένε να αφαιρέσει την ταμπέλα του καθηγητή, τους απαντά με το ευφυoλόγο του ταμπεραμέντο λέγοντας: «Δυο τίτλοι άπαξ και κατακτήθηκαν δεν αφαιρούνται ποτέ στην Ελλάδα. Του καθηγητή και της πουτάνας. Γιατί μια φορά πουτάνα, για πάντα πουτάνα!». Ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης είχε πάντα τον τρόπο να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους.

Εκτοτε πρωταγωνιστεί σε κορυφαίες δίκες που απασχολούν όλη τη χώρα. Εμβληματική είναι η παρουσία του στη δίκη της υπόθεσης Βαγιωνή. Μια ιστορία που έμεινε στα δικαστικά χρονικά όχι μόνο λόγω των πρωταγωνιστών της, αλλά και λόγω της αντιπαράθεσης των δύο Αλέξανδρων. Του Κατσαντώνη και του Λυκουρέζου, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Ιωσήφ Βαγιωνή, κατηγορούμενο για τη δολοφονία της ερωμένης του, νεαρής φιλολόγου Νέλλης Πίσχου. Είναι η πρώτη φορά που οι δύο κορυφαίοι Ελληνες νομικοί διασταύρωσαν ως αντίπαλοι τα ξίφη τους. Ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης, ως πολιτική αγωγή, δίνει ρέστα στην αντιδικία τους στο ακροατήριο, επιδεικνύοντας μέγα δικαστικό αλλά και τηλεοπτικό πάθος, καθώς τα τεκταινόμενα της δίκης αποδρούν από τη δικαστική αίθουσα προς τις μικρές οθόνες. Και κερδίζει κατά κράτος, αφού ο Βαγιωνής καταδικάστηκε πρωτόδικα σε κάθειρξη 21 ετών και στο Εφετείο σε 17ετή φυλάκιση. Η κόντρα των δύο νομικών, ωστόσο, παίρνει διαστάσεις τηλεοπτικής σαπουνόπερας όταν, προς πικρία του Λυκουρέζου, ο Κατσαντώνης απαντά απορώντας «χρειάζεται άραγε μέτρημα;» στην ερώτηση «ποιος νομίζετε ότι κέρδισε;».

 Ο Κατσαντώνης εκπροσώπησε επίσης στην ελληνική δικαιοσύνη τον Τιερί Ρουσέλ στην αντιδικία που είχε εκείνος με το Ιδρυμα Ωνάση. Υπήρξε επίσης συνήγορος υπεράσπισης της Κάτιας Γιαννακοπούλου, η οποία είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε κάθειρξη 20 ετών για τη δολοφονία του αρχιμανδρίτη Ανθιμου Ελευθεριάδη, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό, ενώ ιστορική έμεινε η υπεράσπιση του Ακη Πάνου κατά τη δίκη του συνθέτη για τη δολοφονία του συντρόφου της κόρης του. Ο ίδιος προσπάθησε να ξελασπώσει στο δικαστήριο και την Αγγελική Νικολούλη, τότε που πρωτοσέλιδο από το «Εθνος» με τίτλο «Ιδού ο δολοφόνος» υποδείκνυε τον Περικλή Κοροβέση ως δολοφόνο του Παύλου Μπακογιάννη. Συμμετείχε και στη δίκη της υπόθεσης του ΕΛΑ, πάλι από τα έδρανα της πολιτικής αγωγής, εκπροσωπώντας την οικογένεια Βερνάρδου. Και σε αυτή τη δίκη, βιώνει ένα από τα πολλά «θερμά» πλην συνήθη επεισόδια που είχε στον επαγγελματικό του βίο. Αυτή τη φορά με τον Αλέξη Κούγια, που εκπροσωπούσε τον κατηγορούμενο Αγγελέτο Κανά. Δίκες, δίκες, δίκες, αλλά και συνεχής αρθρογραφία στον Τύπο, κάτι που έκανε με μεγαλύτερη συχνότητα κατά τη διάρκεια της δίκης της «17Ν», όπου και συμμετείχε ως δικηγόρος πολιτικής αγωγής εκπροσωπώντας τον πρώην υπουργό Ιωάννη Παλαιοκρασσά. Στηλιτεύοντας με την πένα του τη δράση της οργάνωσης, κατηγορήθηκε τότε ότι τεχνηέντως προσπάθησε να επηρεάσει το δικαστήριο. Αλλά το αφτί του εκλιπόντος ποτέ δεν ίδρωσε από τα αρνητικά σχόλια ή τις μικροπρέπειες των αντιδίκων του. Συχνά, άλλωστε, προκαλούσε σεισμικές δονήσεις με τα γραφόμενά του στον νομικό κόσμο της χώρας, συμπυκνώνοντας σε λίγες γραμμές νοήματα και ιδέες που αποτελούσαν οδηγό συστάσεων και υποδείξεων για αποφασιστική δράση κατά της παρανομίας. Το 2005 με άρθρο του στο «Πρώτο Θέμα» είχε μιλήσει για δικηγόρους «λευκαντές βρόμικου χρήματος». Οι αποκαλύψεις του για παράβαση του νόμου περί «ξεπλύματος» από δικηγόρους που ειδικεύονται στην υπεράσπιση κατηγορουμένου για το συγκεκριμένο αδίκημα προκάλεσαν την άμεση παρέμβαση της τότε προϊσταμένης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, κυρίας Ελένης Ράικου, και οδήγησε στην εξιχνίαση του παραδικαστικού κυκλώματος.
                                                         
 «Είμαστε όλοι παράνομοι!»
 Περιποιημένος, αυστηρά οργανωμένος και με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία που κάλυπτε κάτω από μια έμφυτη ευγένεια, ο Κατσαντώνης είχε το προνόμιο να δυναμιτίζει τόσο με τη σοφία του όσο και με το ασυμβίβαστο πάθος του μια κατάσταση την ώρα που οι άλλοι τη μελετούσαν σχοινοτενώς. Πληθωρικός ως άνθρωπος, καλοφαγάς, ανθεκτικός πότης και μανιώδης καπνιστής στα νιάτα του, διέθετε επαυξημένη την ικανότητα καθυπόταξης των αντιπάλων του. Λέγεται ότι όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως υποψήφιος πρωθυπουργός το 1989 τον εξαπάτησε και δεν του πρόσφερε, όπως του είχε υποσχεθεί, μια θέση στο ψηφοδέλτιο της Α’ Αθήνας με τη Ν.Δ., του το ξεπλήρωσε με τον δικό του τρόπο. Προκειμένου να μη γίνει μια πειθήνια καρικατούρα ενός κομματικά στρατευμένου, ανέλαβε συνήγορος του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Γεώργιου Πέτσου στο Ειδικό Δικαστήριο. Επεσαν τότε λυτοί και δεμένοι να του αλλάξουν γνώμη. Ο ίδιος, αμετάπειστος. Υποχρεώθηκε τότε η «γαλάζια» συνεργάτιδά του στο δικηγορικό γραφείο, την οποία είχε προωθήσει σε ακαδημαϊκό πόστο, να σπεύσει να ξεκολλήσει τη μεταλλική ταμπέλα της από την εξώπορτα για να μην εκτεθεί. Αλλά επειδή η εκδίκηση σερβίρεται πάντα κρύα, όταν η εν λόγω συνεργάτιδα με την οποία διατηρούσε ιδιαίτερα στενή σχέση πήγε να μαζέψει τα πράγματά της, βρήκε τον ποινικολόγο να θωπεύει με ανάκατα μαλλιά τη γραμματέα της στο χαλί του συστεγαζόμενου γραφείου της. Συνεπής προς τον εαυτό του και αθεράπευτος λάτρης του ωραίου φύλου, συμπεριφέρθηκε ως ιδανικός προβοκάτορας. Αλλωστε, ως μετρ των ελιγμών, καθότι εξπέρ του θαλάσσιου σκι, πάντοτε έβρισκε τον τρόπο να γωνιάζει και να ελέγχει την μπότα, τη δέστρα, τη σανίδα σε οποιοδήποτε βουβό κύμα. Οταν ένα καλοκαιρινό βράδυ πριν από μερικά χρόνια στο Σούνιο συνάντησε ένα δικηγορικό φιλικό του παντρεμένο ζευγάρι, ενόσω ο ίδιος δειπνούσε στα σκοτεινά με μια συνεσταλμένη καλλονή, επιστράτευσε το χιούμορ του, φωνάζοντάς τους αυτοσαρκαστικά αλλά με κέφι: «Είμαστε όλοι παράνομοι!», ενόσω ήταν ο κορυφαίος ποινικολόγος της χώρας. Αναμφίβολα, ο Αλέξανδρος Κατσαντώνης θα λείψει. Και όχι μόνο από την άβολη ρουτίνα που συχνά εξελίσσεται στις δικαστικές αίθουσες.                                                                                                                     πηγή: Πρώτο ΘΕΜΑ