Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Κυριακή 4 Αυγούστου:Η «Φαύστα» του Μποστ απο τη "Σικυώνια Σκηνή"

Την Κυριακή 4 Αυγούστου η  "Σικυώνια Σκηνή" παρουσιάζει τη  «Φαύστα» του Μποστ ,στις παλιές αποθήκες του Α.Σ.Ο. στο Κιάτο.
Η παράσταση είναι ενταγμένη στις εκδηλώσεις Τέχνης & Πολιτισμού "Σικυώνια 2013" που διοργανώνει και χρηματοδοτεί το νομικό πρόσωπο παιδείας πολιτισμού και αθλητισμού,του Δήμου Σικυωνίων.
Η  «Φαύστα» αν και γράφτηκε από τον Μποστ  το 1962 διατηρείται φρέσκια και ζωντανή σαν να γράφτηκε σήμερα, για να σατιρίσει αυτή τη στιγμή που ζούμε, αυτή την κρίση, την αηδία που περνά το κράτος μας... 
Από ένα  ειδησάριο εμπνεύσθηκε ο μεγάλος μάστορας του λόγου,Μέντης Μποσταντζόγλου , την κωμικοτραγική ιστορία της Φαύστας,που βάζει στο στόχαστρό της τον μικροαστισμό, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια, τον νεοπλουτισμό, την ξενομανία που κατατρύχουν την ελληνική κοινωνική ζωή, αλλά και τα πολιτικά "ήθη και έθιμα" του νεοελληνικού βίου... 
Ο συγγραφέας σατιρίζοντας ακόμη και τα δραματικά είδη χαρακτηρίζει το έργο "ιλαροτραγωδία".
Η «Φαύστα» του Μποστ
Η Ρίτσα, ετών τεσσάρων και παιδί αστών του 1860, κολυμπώντας κοντά στον πατέρα της, εξαφανίζεται στα βάθη της θάλασσας από αβλεψία του πατέρα της, που, ...ως ερασιτέχνης, ψαρεύει απορροφημένος στο έργο του.
Μετά από καιρό το Ριτσάκι ανευρίσκεται ζωντανό στην κοιλιά ενός κήτους που έπιασε ο πατέρας με το αγκίστρι του.
 Μυρίζει, όμως, τόσο έντονα ψαρίλα, που κατασπαράσσεται από τις γάτες του σπιτιού μέσα στην κουζίνα.
Οι παραλογισμοί του μύθου και των προσώπων του έργου είναι αμέτρητοι. Δεν μένει τίποτε όρθιο.:
 Οι φυσικοί νόμοι ακυρώνονται, τα ένστικτα και τα ορμέμφυτα απουσιάζουν πανηγυρικά,, τα σοβαρά γεγονότα χάνουν τη βαρύτητά τους, ενώ χίλιες-δυο ασήμαντες κοινωνικές στιγμές επενδύονται με την παράλογη σοβαρότητα που δείχνουν τα νήπια, όταν υποδύονται, στα παιγνίδια τους, "μεγαλίστικους" ρόλους που δεν καταλαβαίνουν.
 Εδώ, δεν υπάρχει "ιερό και όσιο", και η μηχανική συμμόρφωση προς τους κοινωνικούς κώδικες φέρνει στην επιφάνεια μια ψυχική αγκύλωση και μια πνευματική στρεβλότητα, χρόνια και καθολική, του μέσου Έλληνα, του μέσου ανθρωπάκου, που ο συγγραφέας δείχνει παρ’ όλα αυτά να τον αγαπάει.