Τι θα πω στην κόρη μου μωρέ;
Την κουβάλησα μες την κοιλιά από την άλλη άκρη της Γης, όπου ξέρναγαν δημοκρατία οι πολιτισμένοι σπέρνοντας βλήματα και «ναπάλμ» και λευκό φώσφορο και πορτοκαλί παράγοντα.
Σκυλοπνίγηκα κολυμπώντας στο έρεβος άγνωστων θαλασσών, όπου κανένας δεν με αποκάλεσε γοργόνα, αλλά εκείνη με κράτησε ζωντανή με την καρδιά της να χτυπάει στην κοιλιά και τα μηνίγγια μου.
Την έφερα και την ξεγέννησα σ' ένα κατώι όπου άγνωστοι μάγοι και μάγισσες με μύρο φτιαγμένο από πόνο, μούχλα και ενστικτώδη ανθρωπιά, με βοήθησαν να μην πεθάνω και την έπλυναν με κλεμμένο κρύο νερό.
Τι να πω στην κόρη μου μωρέ; Την έκρυψα κάτω από τα λιγδιασμένα φουστάνια μου χρόνια ολάκερα, περπατώντας όπως οι δούλοι σκυφτοί τα χαράματα, για να την ταΐσω με τις πενταροδεκάρες του τρόμου βγαλμένες με τα γόνατα να τρίβονται σε σκάλες και πατώματα αλλόγλωσσων πριγκίπων.
Εμαθα δυο, πέντε, εκατό λέξεις από τις εντολές που βούιξαν στ' αυτιά μου, ώσπου μου φόρεσαν μια δουλικού στολή και μ' έβαλαν να φυλάω τη μάνα τη δικιά τους, τον κατάκοιτο πατέρα τους, μ' αντάλλαγμα να ζει η κόρη μου καλύτερα από μένα.
Τι να πω στην κόρη μου μωρέ;
Το όνειρό μου; Που αναστήθηκε κι άνθισε και τόλμησε να βγει στα ξέφωτα της ξένης πόλης που μου φάνταζε σωτήριο νησί στην κόλαση του πρότερου, πρωτόγονου λένε εδώ, πλην έντιμου βίου μου, του κλεισμένου στο χαλκόμαυρο πετσί μου.
Να της πω να προσέχει. Να της πω να μάθει γράμματα. Αλλα απ' τους ήχους που τη νανούρισα όταν δεν είχε φάει δυο μερόνυχτα και πλάνταζε στο κλάμα, αλλά γράμματα.
Και τα 'μαθε η ωραία κακομοίρα, η κόρη μου, μετάλλιο βαρύτιμο που στο απονέμει η προσφυγιά... Την έβλεπα απ' το βάθρο του επιζήσαντος κι υπέθετα ότι θα γεράσω κάποτε κανονικά κι όχι πρόωρα, μπας και προλάβω να τη δω να κερδίζει το δικαίωμα να με θάψει ως συνέχεια μιας ζωής που τραβάει την ανηφόρα προς το φως κι όχι το κάρο των σκοταδιών μου.
Μ' άκουσε η κόρη μου. Και προσεκτική έγινε και γραμματισμένη. Ωσπου χαμογέλασε. Τι έγκλημα! Τι λάθος!
Τι δεν πρόλαβα να πω στην κόρη μου μωρέ; Τι; Πως μια νύχτα, μια άλλη κόρη, μιας άλλης μάνας, δουλεύει τις νύχτες πάνω σε μηχανές, φορώντας κράνος και μαύρη στολή, και κυνηγάει χαλκόχρωμους, εβένινους, σχιστομάτηδες, αγόρια και κορίτσια μανάδων σαν κι εμένα και τους ανοίγει τα κεφάλια στα πεζοδρόμια και τα σοκάκια.
Παρέα μ' αγαπητικούς της ερεβώδους νύχτας. Δεν πρόλαβα να της εξηγήσω πως η δικιά μου δεν είχε χρώμα ανθρώπου.
Δεν είχε δικαίωμα να ζήσει. Δεν είχε τίποτα, ούτε καν εμένα, σε μια χώρα όπου περπατάνε και ζουν μόνον άσπροι άνθρωποι με μαύρη ψυχή, με σιδερένια χέρια, με ανάσα μίσους, της «ράτσας» των ναζί.
Η κόρη μου δε ζει. Πέθανε πριν γεννηθεί. Οταν στον ξύπνιο μου, όχι στον ύπνο μου, μια κλοτσιά, μια βρισιά και μια γλομπιά, την έστειλε στον απόπατο ως πακιστάνικο έμβρυο - αποβολής κι εμένα στο πυρ το εξώτερο του τερατώδους, του αναπάντητου «γιατί»...
Κατρακύλησα στη λήθη της σκάλας που σφουγγάρισα με αίμα.
Αφήνω την πατρίδα της αγέννητης κόρης μου στα χέρια του εκλεγμένου βουλευτή που είχε την ίδια ακριβώς απορία με μένα: Τι να πω στην κόρη μου μωρέ;
Της Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ |
Σκυλοπνίγηκα κολυμπώντας στο έρεβος άγνωστων θαλασσών, όπου κανένας δεν με αποκάλεσε γοργόνα, αλλά εκείνη με κράτησε ζωντανή με την καρδιά της να χτυπάει στην κοιλιά και τα μηνίγγια μου.
Την έφερα και την ξεγέννησα σ' ένα κατώι όπου άγνωστοι μάγοι και μάγισσες με μύρο φτιαγμένο από πόνο, μούχλα και ενστικτώδη ανθρωπιά, με βοήθησαν να μην πεθάνω και την έπλυναν με κλεμμένο κρύο νερό.
Τι να πω στην κόρη μου μωρέ; Την έκρυψα κάτω από τα λιγδιασμένα φουστάνια μου χρόνια ολάκερα, περπατώντας όπως οι δούλοι σκυφτοί τα χαράματα, για να την ταΐσω με τις πενταροδεκάρες του τρόμου βγαλμένες με τα γόνατα να τρίβονται σε σκάλες και πατώματα αλλόγλωσσων πριγκίπων.
Εμαθα δυο, πέντε, εκατό λέξεις από τις εντολές που βούιξαν στ' αυτιά μου, ώσπου μου φόρεσαν μια δουλικού στολή και μ' έβαλαν να φυλάω τη μάνα τη δικιά τους, τον κατάκοιτο πατέρα τους, μ' αντάλλαγμα να ζει η κόρη μου καλύτερα από μένα.
Τι να πω στην κόρη μου μωρέ;
Το όνειρό μου; Που αναστήθηκε κι άνθισε και τόλμησε να βγει στα ξέφωτα της ξένης πόλης που μου φάνταζε σωτήριο νησί στην κόλαση του πρότερου, πρωτόγονου λένε εδώ, πλην έντιμου βίου μου, του κλεισμένου στο χαλκόμαυρο πετσί μου.
Να της πω να προσέχει. Να της πω να μάθει γράμματα. Αλλα απ' τους ήχους που τη νανούρισα όταν δεν είχε φάει δυο μερόνυχτα και πλάνταζε στο κλάμα, αλλά γράμματα.
Και τα 'μαθε η ωραία κακομοίρα, η κόρη μου, μετάλλιο βαρύτιμο που στο απονέμει η προσφυγιά... Την έβλεπα απ' το βάθρο του επιζήσαντος κι υπέθετα ότι θα γεράσω κάποτε κανονικά κι όχι πρόωρα, μπας και προλάβω να τη δω να κερδίζει το δικαίωμα να με θάψει ως συνέχεια μιας ζωής που τραβάει την ανηφόρα προς το φως κι όχι το κάρο των σκοταδιών μου.
Μ' άκουσε η κόρη μου. Και προσεκτική έγινε και γραμματισμένη. Ωσπου χαμογέλασε. Τι έγκλημα! Τι λάθος!
Τι δεν πρόλαβα να πω στην κόρη μου μωρέ; Τι; Πως μια νύχτα, μια άλλη κόρη, μιας άλλης μάνας, δουλεύει τις νύχτες πάνω σε μηχανές, φορώντας κράνος και μαύρη στολή, και κυνηγάει χαλκόχρωμους, εβένινους, σχιστομάτηδες, αγόρια και κορίτσια μανάδων σαν κι εμένα και τους ανοίγει τα κεφάλια στα πεζοδρόμια και τα σοκάκια.
Παρέα μ' αγαπητικούς της ερεβώδους νύχτας. Δεν πρόλαβα να της εξηγήσω πως η δικιά μου δεν είχε χρώμα ανθρώπου.
Δεν είχε δικαίωμα να ζήσει. Δεν είχε τίποτα, ούτε καν εμένα, σε μια χώρα όπου περπατάνε και ζουν μόνον άσπροι άνθρωποι με μαύρη ψυχή, με σιδερένια χέρια, με ανάσα μίσους, της «ράτσας» των ναζί.
Η κόρη μου δε ζει. Πέθανε πριν γεννηθεί. Οταν στον ξύπνιο μου, όχι στον ύπνο μου, μια κλοτσιά, μια βρισιά και μια γλομπιά, την έστειλε στον απόπατο ως πακιστάνικο έμβρυο - αποβολής κι εμένα στο πυρ το εξώτερο του τερατώδους, του αναπάντητου «γιατί»...
Κατρακύλησα στη λήθη της σκάλας που σφουγγάρισα με αίμα.
Αφήνω την πατρίδα της αγέννητης κόρης μου στα χέρια του εκλεγμένου βουλευτή που είχε την ίδια ακριβώς απορία με μένα: Τι να πω στην κόρη μου μωρέ;