Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

“Ψαχουλεύοντας τις γειτονιές και τους ανθρώπους της Παλιάς Αθήνας”

Η εκδίκηση των «φαμ-ντε-μενάζ» την δεκαετία του 30

Η εκδίκηση των «φαμ-ντε-μενάζ» την δεκαετία του 30

Η ιστορία με τις υπηρέτριες της Παλιάς Αθήνας έχει ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Μετά το 1880 όλη η επαρχία ήθελε να μετακινηθεί προς την πρωτεύουσα προσδοκώντας μια καλύτερη ζωή. Οι φτωχές συνοικίες της Αθήνας με πρώτο-πρώτο το Γκαζοχώρι γέμισαν με πολυμελείς οικογένειες και η πόλη με φτηνό εργατικό δυναμικό κάθε ηλικίας και φύλου

Τα αγόρια δούλευαν σα μπακαλόγατοι για ένα κομμάτι ψωμί ή γύρναγαν όλη μέρα στους δρόμους κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Τα κορίτσια δούλευαν σα δουλάκια, όπως τα αποκαλούσαν τότε, στα σπίτια όχι μόνο αριστοκρατικών οικογενειών αλλά και πάμπολλων αστικών. Τα πιο πολλά μάλιστα κοιμόντουσαν και στα σπίτια που δούλευαν, παίρνοντας και τα «προνόμια» την «ψυχοκόρης», μέρος των οποίων ήταν και η εύνοια των αρσενικών της οικογενείας με ανάλογα ανταλλάγματα…

Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά τη δεκαετία του 30. Η ραγδαία αύξηση του αριθμού των νεόπλουτων, απόρροια της εκμετάλλευσης των προσφύγων και των οικονομικών συγκυριών, αύξησε κατακόρυφα τη ζήτηση για βοηθητικό προσωπικό. Από την άλλη πλευρά η εσωτερική μετανάστευση προς την Αθήνα μειώθηκε δραματικά. Η έλλειψη υπηρετριών ήταν πλέον παραπάνω από εμφανής.

Σ’ αυτό λοιπόν το θέμα επικεντρώνεται η γλαφυρή πένα του Παύλου Μελά που με το ψευδώνυμο «Φορτούνιο» έγραφε τότε (1935) στο «Ελεύθερο Βήμα».  
«Έχετε καμμιά ιδέα του νέου αυτού φρούτου που δημιούργησε η κρίσις της υπηρεσίας; Ναι, υπάρχουν παζάρια υπηρετριών, όχι μόνον τα μεσιτικά γραφεία που ήταν ανέκαθεν, αλλά στους δημόσιους κήπους του Μουσείου, στον Εθνικό, στο Ζάππειο, στων Αγάμων…  Αλλά παζάρια που δε θυμίζουν καθόλου τα παλαιά της Ανατολής.


Εδώ οι όροι έχουν αντιστραφή: Οι κυράδες είνε που διαλέγονται από τις υπηρέτριες. Θυμάστε ότι μου έγραψαν κάποτε ότι δεν πρέπει να τις λέμε υπηρέτριες αλλά βοηθούς; Ε λοιπόν, αυτό είνε το λιγώτερο. Τα φασαμάν (σ.σ. ματογυάλια που τα κρατούσαν στο χέρι με ειδική λαβή) έχουν περάση, σας πληροφορώ, από τα χέρια των κυριών στα δικά τους. Και πίσω απ’ αυτά, περιεργάζονται οι τελευταίες τις πρώτες με την πιο ανακριτική ερευνητικότητα:

-Μ… Η φάτσα της δε μου φαίνεται και πολύ άσκημη –λέει η μία στην άλλη-, μα να ιδούμε τι κακό φουμάρει. Το πρώτο άρθρο στο ερωτηματολόγιό της είνε για τα μικρά:
-Έχετε παιδιά;
Σε μια στιγμή που οι πολύτεκνοι έχουν συνασπισθή σε συντεχνία, την ώρα που το κράτος τους δίνει προνόμια και ο Δήμος της πρωτευούσης μελετά την φορολογία των αγάμων, οι υπηρέτριες κι’ οι ιδιοκτήτες σπιτιών έχουν στήσει κανονικό πόλεμο εναντίον των παιδιών.
Αν ζητήσετε γκαρσονιέρα μπορείτε να βρήτε αμέσως πεντακόσιες. Αν έχετε όμως παιδιά, το πράγμα είνε πολύ διαφορετικό. Αρχίζουν ένα σωρό δυσκολίες∙ τόσες δυσκολίες, που ένας οικογενειάρχης πνιγμένος από αγανάκτησι, φώναζε τις προάλλες σ’ έναν ιδιοκτήτη:
-Μάλιστα κύριε! Έχω παιδιά! Και σας πληροφορώ ότι δεν τάκλεψα: Τάκαμα με την γυναίκα μου. Σας δίνω ακόμη και μια άλλη πληροφορία: ότι τα παιδιά μου δεν τρώνε ασβέστη, ούτε αγκωνάρια, ούτε σανίδια που τρέμετε για το σπίτι σας: Τους ψωνίζω φαγώσιμα.
Οι υπηρέτριες όμως είνε αμείλικτες:
-Έχετε παιδιά;
-Όχι ακόμα, λέει μια νέα κυρία.
-Δεν έρχομαι γιατί θα κάμετε, το οποίον είσαστ’ απάνω στα νειάτα σας.
-Θέλεις να σου κάνω συμβόλαιο; Είμαι πρόθυμη.
Η ανάκρισης προχωρεί σ’ άλλα σημεία:
-Πόσοι είσαστε στο σπίτι;
-Τρεις: Εγώ, ο άντρας μου και η πεθερά μου.
-Πεθερά; Ας μένει! Εγώ δε θέλω πεθερές∙ είνε γρουσούζες.
-Καλά παιδί μου… Μην αγριεύεις∙ μπορούμε να της πούμε…
-Αυτό λέγω κ’ εγώ.
Η κυρία ριψοκινδυνεύει κι’ αυτή επί τέλους μια ερώτηση:
-Τι ξέρεις να κάνης;
-Μπουγάδα δεν έχει, να εξηγιώμαστε∙ σαπουνιστά να πηγαίνουνε στην πλύστρα, περικαλώ, περί παρκέ ούτε λόγος, καθότι καταστροφή στα νύχια –κι αφίνει να φανή πρόσφατο μανικιούρ, νυχάκια βαμμένα γκρενά…
-Μαγειρεύεις;
Εθύμωσε, σα να της είπαν αν είνε κακής διαγωγής:
-Με το μπαρδόν… Με το μπαρδόν… Θέλετε μαγείρισσα ή υπηρεσία;
Η κυρία μπερδεύτηκε, η καϋμένη. Η κατανομή των έργων είνε ασφαλώς η βάσις της κοινωνικής προόδου και προκειμένου για το σπίτι τελειότης αναμφισβήτητη. Δεν είνε όμως για όλα τα βαλάντια:
-Θέλω υπηρεσία, είπε δειλά η κυρία, μα να είνε και λιγάκι μαγείρισσα.
-Φσ!… Έκαμε η υπηρέτρια: κρεμμύδια, πατάτες, λαχανικά… Πάνε τα χεράκια μου! Δεν έχετε… υπηρέτρια να τα κάνη αυτά;
-Όχι.
Εθύμωσε πάλι σαν να την έβρισαν:
-Δεν έχετε υπηρέτρια και θέλετε… υπηρέτρια; Είμαστε καλά κυρία; Ποιος πάει το σήμερον σε σπίτι που δεν έχει υπηρέτρια; Αυτό πρέπει να το μάθετε μια για πάντα: Μόνο τα σπίτια πούχουν υπηρέτρια μπορούνε να βρούνε υπηρέτρια και τι δίνετε;
-Εσύ πόσα θέλεις;
-Εφτακόσιες πενήντα, δυο φουστάνια, δυο ζευγάρια παπούτσια, παντούφλες, ποδιές, τον άλλο μου ρουχισμό, δυο φορές την εβδομάδα έξοδος…
-Κι’ ένα μικρό αυτοκίνητο.
-Πάμε… Κατίνα, είπε στην άλλη: Αυτή κοροϊδεύει. Αμ, πάνε αυτά που ξέρατε! Ο κόσμος ξύπνησε, το οποίον μπορείτε να διαβάσετε τι γίνεται σ’ άλλα μέρη. Εσείς, της μεσαίας τάξεως, υπηρέτριες καλλίτερα να λείπουν! Να πάρετε φατεμενάζ.

Ήταν το μόνο σωστό πράγμα που είπε. Αυτός ο εμφύλιος πόλεμος των Αθηναίων αστών με τις υπηρέτριες δε θα τελειώση αν δεν δημιουργηθή ο τύπος της εξωτερικής υπηρεσίας, που στο Παρίσι έχει σώσει κόσμο και κοσμάκη: Η φαμ ντε μενάζ ή αν προτιμάτε, η φατεμενάζ».


Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)