Σάββατο 8 Απριλίου 2017

ΟΙ ΒΑΡΟΝΟΙ ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΙ

 "Όταν κοπεί και το τελευταίο δέντρο, όταν δηλητηριαστεί και το τελευταίο ποτάμι, όταν πιαστεί και το τελευταίο ψάρι, τότε θα καταλάβεις ότι τα λεφτά δεν τρώγονται"  (Ινδιάνικο απόφθεγμα ). 

Σκιά του παλιού μυθικού εαυτού τους, τα δάση του Βόρνεο ψυχορραγούν, και μαζί μ’ αυτά το οξυγόνο του πλανήτη.


Με συνολική έκταση 743.000 χλμ2 (πέντε Ελλάδες και κάτι) , το Βόρνεο, που βρίσκεται καβάλα πάνω στον Ισημερινό είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Γης, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουϊνέα. Με 18 εκ. κατοίκους που συγκεντρώνονται επί το πλείστον στις παράκτιες ζώνες και κατά μήκος των μεγάλων ποταμών, είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένο.


Μία από τις πολλές κληρονομιές της δυτικής αποικιοκρατίας είναι και ο χωρισμός του νησιού σύμφωνα με την παλιά γραμμή διαίρεσης μεταξύ βρετανικών και ολλανδικών κτήσεων. Η Ινδονησία, που συγκροτήθηκε ως κράτος διεκδικώντας όλες τις πρώην ολλανδικές αποικίες στην ευρύτερη περιοχή, απέσπασε το νότιο και μεγαλύτερο κομμάτι του Βόρνεο γνωστό πλέον με την ονομασία Καλιμαντάν.  Η Μαλαισία κράτησε τις παλιές υπό βρετανικό έλεγχο επαρχίες του βορρά,  ήτοι το Σάραγουακ και το Σαμπάχ. Ανάμεσα τους παρεμβάλλεται το σουλτανάτο του Μπρουνέι, επίσης παλιά βρετανική αποικία, και ανεξάρτητο κράτος από το 1983.

 

Μια μικρογραφία Σιγκαπούρης

Αντικρίζοντας το Κούτσινγκ, την πρωτεύουσα της βορνεάτικης επαρχίας του Σάραγουακ, μετά από 24 ώρες πτήσεων και αναμονών σε διάφορα αεροδρόμια, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι έχω πάθει διαλείψεις από την αϋπνία, ή ότι έχω προσγειωθεί σε λάθος χώρα. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η μικρογραφία Σιγκαπούρης - στο πιο συμπαθητικό οφείλω να παραδεχτώ - με το μυθικό Βόρνεο των  πρωτόγονων φυλών και του αδιαπέραστου τροπικού δάσους; Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αποφασίζω να προσαρμοστώ στην πραγματικότητα και να εξερευνήσω αυτό που μου προσφέρεται, βάζοντας στην άκρη, τουλάχιστον για την ώρα, τα απώτερα ταξιδιωτικά μου σχέδια (ή μήπως φαντασιοκοπήματα;) Το μέλλον θα δείξει. Όσο για το παρόν, συνοψίζεται σε μια απερίγραπτη υγρή ζέστη, αλλά κι ένα μάλλον ευχάριστο σουλάτσο σε φαρδιούς δρόμους με περιποιημένη βλάστηση και αραιή δόμηση όπου κυριαρχεί ένα ενδιαφέρον πάντρεμα αποικιοκρατικής και σύγχρονης αρχιτεκτονικής. 250.000 Κινέζοι, Μαλαίοι και Ινδοί καθώς και ιθαγενείς Ιμπάν, Καγιάν και Μπινταγιού απαρτίζουν ένα εντυπωσιακό ανθρώπινο μωσαϊκό που αντανακλάται σ’ ένα εξίσου ευρύ φάσμα θρησκευτικών δοξασιών. Κινέζικες βουδιστικές παγόδες, μουσουλμανικά τεμένη, χριστιανικές εκκλησίες κι ένας ναός Σιχ, δείχνουν να συνυπάρχουν αρμονικά όπως και τα καλόγουστα σπιτάκια των λαϊκών συνοικιών με τους ουρανοξύστες των μεγάλων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, των τραπεζών και των εμπορικών κέντρων. Εδώ στο κέντρο, ορατή φτώχεια πουθενά. Ζητιάνος ούτε για δείγμα. Στα μαγαζιά,  κανείς δεν σε πιέζει να ψωνίσεις. Θες ν’ αγοράσεις; έχει καλώς. Δεν θες; Κι έτσι καλά είναι. Εξ’ ου και το περιορισμένο παζάρι στις τιμές. Τα καταστήματα ανοίγουν κατά τις εννιά το πρωί, και στις έξι κατεβάζουν ρολά. Ακόμα και τα τουριστικά. Σαν να μην έχουν ανάγκη οι έμποροι να πουλήσουν. Κάτι μου διαφεύγει από την εδώ πραγματικότητα και δεν ξέρω τι είναι αυτό.


Στέκομαι μπροστά στο νεότευκτο πεντάστερο ξενοδοχείο “Μερντέκα”. Τα δύο πούλμαν με τους Γιαπωνέζους στην είσοδο δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε το ένα δέκατο της χωρητικότητάς του. Οι λευκοί τουρίστες στην πόλη γενικά λιγοστοί. Ποιοί τέλος πάντων είναι αυτοί για χάρη των οποίων χτίστηκε ένα ακόμη υπερπολυτελές μεγαθήριο; Το ζήτημα ξεκαθαρίζει σιγά σιγά, μιλώντας, ρωτώντας και παρατηρώντας : Επιχειρηματίες απ’ όλο τον κόσμο και ιδίως από την Ασία, Άραβες του Κόλπου και πλούσιοι Μαλαίσιοι, τραπεζίτες και επενδυτές, να ποιοί γεμίζουν κατά κύριο λόγο τα διάφορα Χίλτον και Κράουν Πλάζα που δεσπόζουν πάνω από το επιβλητικό ποτάμι της πόλης. Μία εκτεταμένη οικονομική ελίτ που η πηγή της ισχύος της έχει δύο ονόματα : πετρέλαιο και - κυρίως - τροπική ξυλεία.


Business as usual 
Με έσοδα από την υλοτομία που ήδη από την δεκαετία του ’90 καλύπτουν το 13% του ΑΕΠ, και αγγίζουν τα 3 δις δολάρια συνάλλαγμα ετησίως, η Μαλαισία σύντομα καθιερώνεται ως η πρώτη χώρα παγκοσμίως στην παραγωγή σκληρής τροπικής ξυλείας. Μιλάμε για πολύ χρήμα! Κι αν σκεφτεί κανείς ότι από τη δεκαετία του ’90 και πέρα, το 80% αυτής της παραγωγής προέρχεται από τα δάση του Σαραγουάκ, εύκολα εξηγείται το πώς το Κούτσινγκ έχει εξελιχθεί μέσα σε λίγα χρόνια σ’ ένα δυναμικό πόλο έλξης για κάθε είδους μεγάλες μπίζνες.

Επιβιβαζόμαστε στο καταμαράν που θα μας μεταφέρει από το Κούτσινγκ στο Σίμπου, πρώτο σταθμό του ταξιδιού μας προς την ενδοχώρα. Κατεβαίνουμε τον ποταμό Σαραγουάκ (που έδωσε τ’ όνομά του σ’ όλη την επαρχία) ως τις εκβολές του στην θάλασσα της Κίνας. Στρίβουμε ανατολικά παραπλέοντας για μερικές ώρες τις βόρειες ακτές του Βόρνεο, μέχρι που συναντάμε το τεράστιο δέλτα του Ρατζάνγκ. Εισχωρούμε μέσα σ’ έναν απίστευτο δαίδαλο υδάτινων διακλαδώσεων κι αρχίζουμε να ανεβαίνουμε το ποτάμι. Όσες ώρες διαρκεί το ταξίδι, δεν προλαβαίνουμε να μετράμε φορτηγίδες που σχεδόν βουλιάζουν κάτω από τον όγκο ξυλείας που μεταφέρουν. Άλλα, μικρότερα πλοία, οδηγούν κορμούς δεμένους μεταξύ τους με σκοινιά κι αφημένους ελεύθερους στο ρεύμα του ποταμού.

Οι όχθες στέκουν αποψιλωμένες από δέντρα και αραδιασμένες με κτίσματα σχετικά με την επεξεργασία, την αποθήκευση και τη μεταφόρτωση του ξύλου. Το θλιβερό σκηνικό έρχονται να συμπληρώσουν οι παράγκες εκείνων που η μαζική υλοτομία έδιωξε από τα πατρογονικά εδάφη τους βαθιά μέσα στη ζούγκλα, και τους οδήγησε να φυτοζωούν κατά μήκος των μεγάλων υδάτινων αρτηριών, θεατές μιας εξέλιξης που όχι μόνο καταστρέφει τον προαιώνιο τρόπο ζωής τους αλλά και τα ίδια τα μέσα της επιβίωσής τους. Να λοιπόν πού βρίσκεται η σκοτεινή όψη του φεγγαριού, που τόσο επιμελώς πασχίζει να κρύψει το Κούτσινγκ πίσω από τη φανταχτερή βιτρίνα των αυθάδικων ουρανοξυστών του. Είπα κι εγώ!


Κατεδαφίζοντας το δάσος της βροχής

Η ιστορία της μεγάλης κλίμακας εκμετάλλευσης του τροπικού δάσους στο Βόρνεο, και δη από την μαλαισιανή πλευρά του,  έχει αφετηρία στην περίoδο της επικυριαρχίας των λεγόμενων Λευκών Rajahs, του Τζέημς και του Τσάρλς Μπρουκ. Το 1839, ο Τζέιμς Μπρουκ, τυπικός Άγγλος τυχοδιώχτης της εποχής, ξεμπαρκάρει στο νησί συνοδεία μισθοφόρων για να ταχθεί στο πλευρό του σουλτάνου του Μπρουνέι απέναντι σε μια εξέγερση ιθαγενών. Για τη βοήθειά του αυτή, εξασφαλίζει ως αντάλλαγμα τη διακυβέρνηση της ευρύτερης περιοχής του Κούτσινγκ. Η πρώτη ιδιωτική αποικία στο Βόρνεο μόλις έχει γεννηθεί.

Ο Τζέιμς Μπρουκ, και στη συνέχεια ο ανιψιός του Τσαρλς, φροντίζουν να επεκτείνουν εδαφικά τις κτήσεις τους αλλά και να αναπτύξουν κάτω από τον ασφυκτικό τους έλεγχο την ιδιαίτερα επικερδή δραστηριότητα της υλοτομίας. Σάνταλο, τικ, έβενος, καουτσούκ, καμφορά, μπαμπού - η δυναστεία Μπρουκ δεν προλαβαίνει να μετράει κέρδη από την εκμετάλλευση των προϊόντων του τροπικού δάσους. Στις αρχές του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ‘30, κάτω από την  πιο χαλαρή «βασιλεία» του τρίτου Μπρουκ, του Βύνερ, γιού του Τσαρλς,  η British Borneo TimberCompany παίρνει σταδιακά τη σκυτάλη, ενώ, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,  ο Βύνερ παραχωρεί το οικογενειακό του φέουδο στο βρετανικό στέμμα. 


Καθ’ όλη την παραπάνω περίοδο κι ενώ η εμπορευματοποίηση του δάσους μετράει ήδη πάνω από έναν αιώνα ζωή, ο οικολογικός αντίκτυπος είναι σχετικά περιορισμένος. Αυτό βέβαια δεν οφείλεται στις ανύπαρκτες περιβαλλοντικές ευαισθησίες των Άγγλων αποικιοκρατών, απλά λείπουν ακόμα τα πρόσφορα υλικοτεχνικά μέσα για εντατικότερη (και καταστροφικότερη) εκμετάλλευση. Σύντομα αυτή η «υστέρηση» θα καλυφθεί από την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Μετά την προκήρυξη της ανεξαρτησίας της Μαλαισίας το 1963, η καταστροφή θα προχωρήσει κλιμακούμενη. Κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 τα δάση του Βόρνεο από τη μαλαισιανή πλευρά κατεδαφίζονται κατά μέσο όρο με ρυθμό 5.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ετησίως.
Από τη μεριά της, η Ινδονησία, λες και έβαλε πείσμα να ξεπεράσει τους ολέθριους ρυθμούς υλοτόμησης της Μαλαισίας. Έτσι, παρά την «καθυστερημένη» εκκίνηση, επέδειξε στην πορεία τέτοιο καταστροφικό ζήλο που το 2008 κέρδισε επάξια την πρώτη θέση στα ρεκόρ Γκίνες ως η χώρα με τον υψηλότερο ρυθμό αποψίλωσης δασών. Κατά την περίοδο 2000-2005 τα δάση του Καλιμαντάν εξαφανίζονται με ρυθμό 18.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων  ετησίως. Σύμφωνα με το WWF, ο ρυθμός περιβαλλοντικής καταστροφής στο Βόρνεο είναι ταχύτερος κι από απ’ αυτόν ακόμα της Αμαζονίας.  
Ένα μέρος των  αποψιλωμένων εδαφών ξαναφυτεύεται, όχι πια με τα ίδια δέντρα, αλλά με φοινικοφυτείες με στόχο την παραγωγή του πολύ επικερδούς  φοινικέλαιου. Αιτία; Η αποδοτικότητά: 600 λίτρα βιοκαύσιμα ανά στρέμμα,  έναντι 45 που αποφέρει το καλαμπόκι, εξασφαλίζουν μια χρυσοφόρα ετήσια απόδοση της τάξης του 26%. Τι κι αν οι φοινικομονοκαλλιέργειες σκοτώνουν τη βιοποικιλότητα (σιγά τώρα!) και παγιδεύουν τρεις φορές λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από τα φυσικά δάση…
Στην αντιδικία με τις οικολογικές οργανώσεις, οι κρατούντες αντιτείνουν ότι τα τρία τέταρτα σχεδόν του Βόρνεο παραμένουν δασωμένα. Μόνο που στους υπολογισμούς τους συμπεριλαμβάνουν και τις εν λόγω μονοκαλλιέργειες φοινικέλαιου. Αριθμητικές αλχημείες που δεν αλλάζουν όμως σε τίποτε τη θλιβερή πραγματικότητα. Μ’ αυτό το ρυθμό, σε λιγότερο από 25 χρόνια, τα αρχέγονα δάση του Βόρνεο δεν θ’ αποτελούν πια παρά ανάμνηση.
Από το 1997 κρατούνται μυστικά ορισμένα από τ’ αποτελέσματα έρευνας σχετικά με τα εναπομείναντα τροπικά δάση του πλανήτη. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που παράγγειλε την έρευνα φοβήθηκε τελικά να τη δημοσιεύσει ατόφια διότι φαίνεται πως εμπλέκονται σ’ αυτήν, και με συγκεκριμένα στοιχεία, τα ονόματα διαφόρων “ευυπόληπτων” επιχειρήσεων και κυβερνήσεων. Όσο για την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, φέρονται να πίεσαν χρεωμένες αναπτυσσόμενες χώρες να ξεπουλήσουν όσο όσο κρατικά δάση σε πολυεθνικές προκειμένου να μπαζώσουν τις μαύρες τρύπες των προϋπολογισμών τους (Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει;). Με άλλα λόγια μιλάμε για ωμό εκβιασμό και διαπλοκή που ξεκινάει από πολύ, μα πάρα πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά, που δεν είναι για να μπλέκεις, σκέφτηκαν οι πραγματιστές της Κομισιόν και άρχισαν τις περικοπές της έκθεσης προκειμένου να “ευπρεπιστεί”. Και κυρίως να μη κατονομαστεί συγκεκριμένα η  διεθνής μαφία που εμπορεύεται τα δάση, δηλαδή τελικά, το ίδιο το οξυγόνο του πλανήτη.


Φαίνεται πάντως ότι μιλάμε για τόσο ισχυρά λόμπυ που ακόμα και το Παγκόσμιο Ταμείο για την Φύση, το γνωστό μας WWF, υποχρεώθηκε να βάλει νερό στο κρασί του. Μπροστά στον κίνδυνο ορισμένες κυβερνήσεις απ’ αυτές που αναφέρονται στην έκθεση (και μεταξύ αυτών η κυβέρνηση της Μαλαισίας και της Ινδονησίας) να προχωρήσουν στο κλείσιμο των τοπικών γραφείων της οργάνωσης, το WWFσυμφώνησε κι αυτό στη δημοσιοποίηση μίας κουτσουρεμένης, “σοφτ” εκδοχής της έκθεσης. Ακόμα όμως κι έτσι, έστω κι αν δεν κατονομάζονται οι ένοχοι, το ίδιο το έγκλημα δεν μπορεί ν’ αποσιωπηθεί: Τα αρχέγονα τροπικά δάση σβήνουν κυριολεκτικά μέρα με τη μέρα.
Αυτόν ακριβώς το θάνατο καταγράφουμε καθώς συνεχίζουμε να αναπλέουμε τον Ρατζάνγκ πέρα από το Σίμπου, με προορισμό το Καπίτ, 200 χιλιόμετρα πιο μέσα στην ενδοχώρα. Σ’ αυτό το βάθος, δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι πέρα από την λεωφόρο του ποταμού. Μια πλατειά υδάτινη εθνική οδός, καφε-κίτρινη από την ιλύ, όπου τα πλοία-νταλίκες κουβαλούν ασταμάτητα και μονότονα το ίδιο πάντα φορτίο: το τεμαχισμένο σώμα του αιωνόβιου δάσους. Έναν αποδεκατισμένο στρατό από μονοκόμματους πενηντάμετρους κορμούς. Δέντρα θεόρατα που χρειάστηκαν γενεές επί γενεών για να μεγαλώσουν, και μερικά μόνο λεπτά επίθεσης με το πριόνι για να ξαπλώσουν στο έδαφος και να μετατραπούν στο υπέρτατο αγαθό τη εποχής: σε εμπόρευμα.


Η  εξέγερση των ιθαγενών Πενάν, ή αλλιώς η σοφία των «πρωτόγονων» απέναντι στην απληστία των «πολιτισμένων» 

Όταν κοπεί και το τελευταίο δέντρο, όταν δηλητηριαστεί και το τελευταίο ποτάμι, όταν πιαστεί και το τελευταίο ψάρι, τότε θα καταλάβεις ότι τα λεφτά δεν τρώγονται.(Ινδιάνικο απόφθεγμα)

Παραταγμένα ακόντια και φυσοκάλαμα πίσω από οδοφράγματα απέναντι σε μπουλντόζες και εκσκαφείς δεν είναι ασφαλώς το πλέον αναμενόμενο σκηνικό σ’ ένα τροπικό δάσος.  Κι όμως αυτό ακριβώς συνέβη για περισσότερο από δυο μήνες - από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2008 – σε διάφορα σημεία της επαρχίας  Σάραγουακ του μαλαισιανού Βόρνεο, φέρνοντας έτσι και πάλι στο φως μια χρόνια σύγκρουση με όλο και πιο δραματικές κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές και οικολογικές διαστάσεις. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που οι δραστηριότητες των βαρόνων του ξύλου προκαλούν διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων και ιθαγενών του Βόρνεο. Ωστόσο τα συγκεκριμένα γεγονότα ξεχώρισαν τόσο από την ένταση και τη διάρκεια τους όσο και από το επίκεντρό τους, στην περιοχή του άνω ρου του ποταμού Μπάραμ, βαθειά μέσα στο αρχέγονο δάσος όπου ζουν οι ιθαγενείς Πενάν. Αν μη τι άλλο το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι η αδιάσειστη θλιβερή απόδειξη του πόσο μακριά μέσα στη ζούγκλα έχουν πλέον εισχωρήσει τα χέρια με τα αλυσοπρίονα.

Μολ – όνγκ  λαβέ! 

Οι Πενάν είναι φυλή κυνηγών-καρποσυλλεκτών, που ζούσαν νομαδικά μέχρι πριν από μισό περίπου αιώνα.  Μετά από συνεχείς κυβερνητικές παραινέσεις κι άλλες τόσες πιέσεις και εκφοβισμούς άρχισαν σταδιακά να εγκαθίστανται σε σταθερούς καταυλισμούς μέσα στη ζούγκλα. Εκτιμάται ότι αριθμούν περί τους δέκα με δώδεκα χιλιάδες, εκ των οποίων καμιά τετρακοσαριά παραμένουν νομάδες μέχρι και σήμερα.

Γνωρίζουν απ’ έξω κι ανακατωτά τις φαρμακευτικές ιδιότητες των φυτών, τρέφονται από το κυνήγι και τα φρούτα του δάσους - ιδιαίτερα με εκχύλισμα σάγκο από το ομώνυμο δέντρο - ενώ οι νεώτερες γενιές καλλιεργούν ρύζι και λαχανικά σε μικρά ξέφωτα. Πυρήνας της κουλτούρας τους είναι το «μολόνγκ», που σημαίνει να στηρίζεσαι σε όσα σου παρέχει το δάσος χωρίς να αφαιρείς ποτέ παραπάνω απ’ ό,τι σου χρειάζεται για να ζήσεις. Εκτός από τον σεβασμό τους για τη φυσική ισορροπία, οι Πενάν χαρακτηρίζονται επίσης από απόλυτη ισοτιμία και συλλογικότητα στις σχέσεις τους,  σε σημείο το μοίρασμα των αγαθών μεταξύ τους να είναι τόσο αυτονόητο ώστε να μην διαθέτουν στη γλώσσα τους τη λέξη «ευχαριστώ».
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα παραπάνω ευγενή γνωρίσματα αφήνουν παγερά αδιάφορους τους οπαδούς της «ανάπτυξης», φορείς της οποίας είναι μεταξύ άλλων και οι εκπολιτιστές με το πριόνι. Πρόοδος ως γνωστόν σημαίνει «αξιοποίηση» της φύσης, δηλαδή μετατροπή της σε κερδοφόρο εμπόρευμα, και δεν μπορεί ο κάθε πρωτόγονος που δεν σκαμπάζει από εξέλιξη να στέκεται εμπόδιο σ’ αυτό. Καλά τα τροπικά δάση, δεν αντιλέγει κανείς, αλλά ακόμα καλύτερα τα  έπιπλα βεράντας, οι ξυλεπένδυσεις σε κότερα ή ο κοινός χαρτοπολτός που αποφέρουν λεφτά. Όσο για τα αιωνόβια δέντρα που άμα κοπούν δεν λένε να ξαναφυτρώσουν, υπάρχει λύση και γι αυτό: τα αντικαθιστάς με κοκοφοίνικες που αφ’ ενός μεγαλώνουν στο τσάκα τσάκα, αφετέρου παράγουν άφθονο και - κυρίως - άκρως κερδοφόρο φοινικέλαιο, που πωλείται και ως βιοκαύσιμο. Χώρια που δεν μπορεί κανείς να σε κατηγορήσει για ποσοτική μείωση του πρασίνου. Δέντρα τα μεν, δέντρα και τα δε. Σε τελική ανάλυση μια πιο σύνθετη εκδοχή μολόνγκ είναι ο παραπάνω κύκλος, με τον πήχη των αναγκών τοποθετημένο ψηλότερα, όπως αρμόζει σ’ έναν ανώτερο πολιτισμό. 


Οι φύλακες του δάσους

Απέναντι σ’ αυτήν τη «φιλοσοφία» των πολυεθνικών του ξύλου, οι ιθαγενείς του Βόρνεο δεν περίμεναν τα πορίσματα περί κλιματικής αλλαγής για να αντιληφθούν τις συνέπειες της επέλασης στο τροπικό δάσος. Τα πρώτα σημάδια εμφανίστηκαν σύντομα και είναι πλέον ορατά παντού,  αρκεί βέβαια να ξέρεις και να θέλεις να τα διαβάσεις:  στα θηράματα που αραιώνουν, στα όλο και πιο δυσεύρετα φαρμακευτικά φυτά, στα νερά των κεντρικών ποταμών, ολοένα και πιο μολυσμένα από το αδιάκοπο πηγαινέλα των φορτηγίδων που βουλιάζουν κάτω από το βάρος των πενηντάμετρων κορμών. Σκιά του παλιού μυθικού εαυτού τους, τα δάση του Βόρνεο ψυχορραγούν, και μαζί μ’ αυτά το οξυγόνο του πλανήτη.  

Οι κινητοποιήσεις  των Νταγιάκ (όπως είθισται να αποκαλούνται συνολικά οι ιθαγενείς του Σάραγουακ αδιακρίτως φυλής) και ειδικότερα οι εξεγέρσεις των Πενάν κατά τις δεκαετίες του ‘80 και του ‘90 δεν κατάφεραν μεν να αναχαιτίσουν την καταστροφή, πέτυχαν όμως μια αυξανόμενη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης,  καθώς και την ενεργοποίηση της διάταξης περί «ιθαγενικής εθιμικής ιδιοκτησίας της γης» που τους δίνει δικαίωμα πάνω σε μια περιοχή εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι την καλλιεργούν από πριν το 1958. Τι σόι αποδείξεις μπορούν να προσκομίσουν κοινότητες ιθαγενών που ζουν τρώγοντας καρπούς και κυνηγώντας στα βάθη της ζούγκλας είναι βέβαια ένα ζήτημα που μάλλον ανήκει στη σφαίρα του σουρρεαλισμού, αλλά εν πάσει περιπτώσει η ενεργοποίηση της διάταξης ήταν ένα πρώτο βήμα. Αυτήν εξάλλου επικαλέστηκαν οι Πενάν στις κινητοποιήσεις τους όταν είδαν τα χωματουργικά ν’ ανοίγουν δρόμο μέχρι τους καταυλισμούς τους για να ισοπεδώσουν ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα τμήματα πρωτογενούς ζούγκλας. Τουλάχιστον τα δέντρα που έπεσαν κάτω από τις ερπύστριες των οδοστρωτήρων δεν θυσιάστηκαν χωρίς λόγο. Βρήκαν τον προορισμό που τους άξιζε παίρνοντας θέση στα οδοφράγματα και προστατεύοντας το υπόλοιπο δάσος από ανάλογη μοίρα. Το θέμα τώρα είναι τι διάρκεια θα έχει αυτή η ανακωχή.